Οι Έλληνες καταναλωτές βλέπουν τις συνθήκες στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών να εξακολουθούν να βελτιώνονται, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα στις Βρυξέλλες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη 10η έκδοση του πίνακα αποτελεσμάτων για τις καταναλωτικές αγορές, το 2013 οι επιδόσεις των καταναλωτικών αγορών στην Ελλάδα υπήρξαν καλύτερες σε σχέση με τον μέσο όρο των «28» τόσο για τις αγορές προϊόντων όσο και υπηρεσιών με επίδοση +2,1% και για τις δύο κατηγορίες.
Ο πίνακας αποτελεσμάτων για τις καταναλωτικές αγορές αποτυπώνει τις επιδόσεις 52 αγορών καταναλωτικών προϊόντων- από τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα μέχρι τα καταλύματα διακοπών.
Οι αγορές βαθμολογούνται από τους καταναλωτές, στο πλαίσιο έρευνας που διεξάγεται σε όλη την ΕΕ, με βάση τέσσερις παραμέτρους: Τη συγκρισιμότητα των προσφορών, την εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις, τα προβλήματα και τις καταγγελίες και, τέλος, τον βαθμό ικανοποίησής τους από τις επιχειρήσεις.
Από την έκθεση προκύπτει ότι και στις δυο κατηγορίες των αγορών παρατηρείται καλύτερη επίδοση σε σχέση με την ΕΕ τόσο για τη συγκρισιμότητα όσο και για την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Επίσης, το 2013 σε σχέση με το 2012, παρατηρείται στην Ελλάδα βελτίωση στις επιδόσεις κατά 2,1% για τις αγορές προϊόντων και κατά 3,1% για τις αγορές υπηρεσιών. Συνολικά, σε σχέση με το 2012 παρατηρείται μια βελτίωση στις επιδόσεις όλων των αγορών στην Ελλάδα κατά 2,6%.
Σε ό,τι αφορά τις αγορές προϊόντων στην Ελλάδα οι κατηγορίες με τις καλύτερες επιδόσεις είναι: ένδυση και υπόδηση (+5,2%), μεταχειρισμένα αυτοκίνητα (+8,8%) και νέα αυτοκίνητα (+3%).
Μάλιστα, η Κομισιόν σημειώνει ότι οι αγορές για νέα οχήματα και θεάματα παρουσιάζουν την τρίτη καλύτερη επίδοση στους «28».
Σε ό,τι αφορά τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, η Ελλάδα σημειώνει καλές επιδόσεις και στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Ωστόσο, τα καύσιμα για ΙΧ κυμαίνονται στο -4,4% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ χαμηλές είναι επίσης οι επιδόσεις στα καύσιμα σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες, τη συγκρισιμότητα και την εμπιστοσύνη, θετικό στοιχείο είναι τα χαμηλά ποσοστά σε προβλήματα και καταγγελίες.
Σε σχέση με το 2012 η αγορά καυσίμων στην Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη βελτίωση, η οποία οφείλεται κατά την Επιτροπή στα υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης και στα χαμηλά ποσοστά παρουσίασης προβλημάτων.
Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τις αγορές υπηρεσιών η Επιτροπή σημειώνει ότι στην Ελλάδα οι κατηγορίες με τις καλύτερες επιδόσεις είναι: Εξατομικευμένες υπηρεσίες +1,3% σε σχέση με μέσο όρο ΕΕ, η ενοικίαση αυτοκινήτων +3,9% και οι υπηρεσίες στον τομέα του αθλητισμού.
Αντίθετα, η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ στις υπηρεσίες παροχής ηλεκτρισμού, τα ενυπόθηκα δάνεια και στις πιστώσεις και στην αγορά ύδατος.
Στην Ελλάδα η αγορά ενοικίασης οχημάτων εμφανίζει τη δεύτερη καλύτερη επίδοση μεταξύ των «28», ενώ το στοίχημα στο διαδίκτυο και η συνδρομητική τηλεόραση παρουσιάζουν την τρίτη καλύτερη επίδοση μεταξύ των «28».
Προκύπτει ακόμη ότι μεταξύ των εξατομικευμένων υπηρεσιών τα επενδυτικά προϊόντα, η συνδρομητική τηλεόραση και οι υπηρεσίες ακίνητης περιουσίας εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τα επενδυτικά προϊόντα, οι ιδιωτικές συντάξεις και οι ασφάλειες παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά τη συγκρισιμότητα και τις προσδοκίες και έχουν χαμηλό ποσοστό παραπόνων.
Η συνδρομητική τηλεόραση παρουσιάζει σχετικά χαμηλά ποσοστά προβλημάτων και σχετικά υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης και προσδοκιών, αναφέρει η Επιτροπή.
Οι υπηρεσίες ακίνητης περιουσίας έχουν καλύτερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη και τις προσδοκίες. Η αγορά ηλεκτρονικών προϊόντων είναι αυτή με τις χειρότερες επιδόσεις σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ.
Σε σχέση με το 2012, συνολικά για τις αγορές υπηρεσιών οι μεγαλύτερες βελτιώσεις παρατηρήθηκαν για τα ενυπόθηκα δάνεια, τις ασφάλειες κατοικίας και γενικότερα τα δάνεια και τις πιστωτικές χάρτες, ενώ συνολικά σε 20 αγορές παρατηρήθηκε βελτίωση επιδόσεων.
Η βελτίωση στα ενυπόθηκα δάνεια οφείλεται κατά κύριο λόγο στα υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης και προσδοκιών και στο χαμηλό επίπεδο παρουσίασης προβλημάτων. Η αγορά ασφάλειας κατοικίας βελτιώθηκε σε ζητήματα εμπιστοσύνης, προσδοκιών και συγκρισιμότητας.