Ομαλά εξελίσσεται μέχρι στιγμής το πρόγραμμα ολοκλήρωσης της ναυπήγησης των τριών καινούργιων υποβρυχίων -Πιπίνος, Ματρώζος και Κατσώνης- και του εκσυγχρονισμένου Ωκεανός στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, την ευθύνη για το οποίο έχει το Πολεμικό Ναυτικό και σε αυτή την προσπάθεια συμμετέχουν οι εργαζόμενοι στα Ναυπηγεία.
Αυτό προκύπτει από τη σημερινή άτυπη ενημέρωση που έκανε ο Αρχηγός ΓΕΝ Αντιναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης, στους στρατιωτικούς συντάκτες, μία ημέρα μετά την πολύωρη χθεσινή επίσκεψη του στα Ναυπηγεία, όπου επιθεώρησε την πορεία των εργασιών.
Όπως τόνισε, όλα όσα ακούγονταν για βλάβες στα υποβρύχια και υψηλά κόστη «ευτυχώς βρίσκονται πολύ μακριά από την πραγματικότητα».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ανέφερε, το γεγονός ότι το κόστος για την ενεργοποίηση των ναυπηγείων για την ολοκλήρωση του προγράμματος ανερχόταν, σύμφωνα με προσφορές, σε 30 εκατομμύρια ευρώ και μέχρι στιγμής το Πολεμικό Ναυτικό έχει δώσει περί τις 500 χιλιάδες ευρώ, χρησιμοποιώντας το σύνολο σχεδόν των υπηρεσιών των ναυπηγείων.
Ο Αρχηγός ΓΕΝ εκτίμησε ότι σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα τα 75 εκατομμύρια ευρώ που υπάρχουν για την ολοκλήρωση του προγράμματος θα είναι αρκετά δεδομένου ότι υπάρχει πλέον και ελληνική τεχνογνωσία γύρω από τα υποβρύχια.
Παράλληλα ο Αρχηγός ΓΕΝ εξήρε την εξαιρετική συμπεριφορά και την αποτελεσματικότητα των εργαζομένων των ναυπηγείων απέναντι στο πρόγραμμα καθώς και τις δυνατότητες των ναυπηγείων γενικότερα.
Για το θέμα των μπαταριών των υποβρυχίων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο 50% της φόρτισης τους, εκτίμησε ότι με την πλήρη φόρτιση τους θα φθάσουν στο 75% -έως 80% της απόδοσης τους, αν ληφθεί υπόψιν ο χρόνος κατά τον οποίο παρέμειναν ανενεργές.
Σύμφωνα με τον Αρχηγό ΓΕΝ τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα πέσει στο νερό για εν πλω δοκιμές το «Πιπίνος», έως τα τέλη του έτους το «Ματρώζος» και ενδιαμέσως το εκσυγχρονισμένο «Ωκεανός» το οποίο λόγω της αναβάθμισης του παρουσιάζει πρόβλημα διασυνδέσεων, και για την επίλυση του βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις με την κατασκευάστρια εταιρεία.
Για το «Κατσώνης» υπάρχει υπόλοιπο κατασκευαστικό ναυπηγικό έργο για να ακολουθήσουν οι δοκιμές και αξιολογήσεις.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, το πρόγραμμα θα έχει ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια.
Όσον αφορά στους εργαζομένους και τη μισθοδοσία τους αυτή τη στιγμή απασχολούνται 835 εργαζόμενοι. Το Πολεμικό Ναυτικό παραλαμβάνοντας τις μισθολογικές καταστάσεις του 2012, προχώρησε άμεσα σε περικοπές ύψους 35% ενώ δεν υπάρχει μισθός κάτω από 850 ευρώ συν τις ασφαλιστικές εισφορές. Η μισθοδοσία κοστίζει μηνιαίως στο Πολεμικό Ναυτικό 1,5 εκατομμύριο ευρώ.
Πρόθεση του Πολεμικού Ναυτικού και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής ‘Αμυνας είναι να βρεθεί νομικός τρόπος ώστε στο πρόγραμμα των υποβρυχίων να απασχοληθούν και τα 100-120 άτομα του τροχαίου υλικού.
Όσον αφορά στα λοιπά προγράμματα, βούληση του πολεμικού Ναυτικού είναι να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ναυπήγησης των τριών πυραυλακάτων τύπου Super vita στα Ναυπηγεία Ελευσίνας και προς την κατεύθυνση αυτή έχουν κατατεθεί προτάσεις προς την κατασκευάστρια εταιρεία και τον ιδιοκτήτη των ναυπηγείων, σχεδιάζεται η επαναφορά σε πτητική κατάσταση των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας -των δύο πρώτων μέχρι τις αρχές του 2015- ενώ εξετάζεται το ενδεχόμενο ενίσχυσης των υποβρυχίων καταστροφέων με μεταχειρισμένα σκάφη αμερικανικού τύπου.
Την ίδια ώρα έγινε γνωστό ότι το ελληνικό δημόσιο δια του νομικού συμβουλίου του κράτους, κατέθεσε αγωγή σε βάρος των εμπλεκομένων εταιρειών στην υπόθεση των υποβρυχίων στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, διεκδικώντας αποζημίωση ύψους 7 δισ. ευρώ.
Η αποζημίωση αφορά ποσό 3,2 δισ. ευρώ που έχει καταβάλλει το ελληνικό δημόσιο για την κατασκευή των 4 νέων υποβρυχίων και του ενός εκσυγχρονισμένου και έχει παραλάβει μόλις ένα, καινούργιο, 14 χρόνια μετά την υπογραφή της πρώτης σύμβασης.
Το υπόλοιπο ποσό αφορά στη ζημιά που έχει προκληθεί στην Ελλάδα και το Πολεμικό Ναυτικό από τη μη ένταξη των υποβρυχίων στη δύναμη του Στόλου, περιλαμβανομένων της αδυναμίας της να συμμετέχει σε αποστολές διεθνών οργανισμών, εφόσον κρινόταν απαραίτητο και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να χειρίζεται από καλύτερη θέση τα εθνικά συμφέροντα της, όπως το θέμα της ΑΟΖ, ενώ επλήγη και το κύρος της.