Απολύτως άστοχη κρίνεται κάθε πρόταση για παύση λειτουργίας οποιουδήποτε βρεφονηπιακού σταθμού του δήμου Αθηναίων, χωρίς την εξασφάλιση αντικατάστασής του από άλλον, από την έρευνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου για τους παιδικούς σταθμούς του δήμου Αθηναίων, που έγινε με την οικονομική υποστήριξη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννης Λάτσης.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα, που έγινε με επιστημονικό υπεύθυνο τον επίκουρο καθηγητή της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Νίκο Μπελαβίλα, υπό τις παρούσες συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα, η στέγαση και η σίτιση του μέγιστου δυνατού αριθμού παιδιών σε ένα επαρκές κατ’ ελάχιστο, πολιτισμένο και ασφαλές περιβάλλον αποτελεί την πρωταρχική προτεραιότητα, ενώ η εξασφάλιση ιδανικών συνθηκών και η βελτίωση του υπάρχοντος δυναμικού των σταθμών έρχεται δεύτερη.
Έμπρακτη απόδειξη αυτής της άποψης του ΕΜΠ αποτελεί το γεγονός ότι το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών με μικρής κλίμακας βελτιώσεις και αναδιαρρυθμίσεις μπόρεσε να αυξήσει τη χωρητικότητά του από 4.843 βρέφη και νήπια το 2012 σε 5.489 βρέφη και νήπια το 2013. Γι αυτό η έρευνα προτείνει εναλλακτικές λύσεις στους παιδικούς σταθμούς όπου η κατάσταση είναι οριακή. Προτείνει επείγουσες αναδιαρρυθμίσεις κτιρίων για βελτίωση δυναμικότητας, διερεύνηση δυνατότητας ανέγερσης κεντρικής μονάδας μαγειρείων για τις ανάγκες σίτισης των φιλοξενουμένων παιδιών, αλλά και των αστέγων της Αθήνας, αλλά και επείγουσες νομοθετικές ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της συνέχισης λειτουργίας σταθμών που έχουν ασαφές θεσμικό πλαίσιο.
Από τις αυτοψίες του ΕΜΠ διαπιστώθηκε ότι η μεγάλη πλειονότητα των 77 σταθμών λειτουργεί σε κτίρια που δεν παρουσιάζουν σοβαρά τεχνικά και λειτουργικά προβλήματα. Ως σοβαρά τεχνικά προβλήματα νοούνται τα θέματα ασφάλειας, πυρασφάλειας, στατικής επάρκειας, αντισεισμικής προστασίας και υγιεινής για τα φιλοξενούμενα παιδιά και τους εργαζομένους και όσα θέτουν ζητήματα σοβαρών αρνητικών παιδαγωγικών επιπτώσεων στα παιδιά λόγω του περιβάλλοντος των σταθμών. Ως λειτουργικά νοούνται τα κτιριακά προβλήματα που εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία των μονάδων. Τα προβλήματα έχουν εντοπισθεί, αλλά όπως σημειώνεται, δεν αποτελούν κατά κανόνα (εκτός από εξαιρέσεις που σημειώνονται) στοιχεία συνολικής αρνητικής εικόνας.
Τις βέλτιστες συνθήκες εξασφαλίζουν οι σταθμοί που λειτουργούν σε ισόγεια ή διώροφα κτίρια με επαρκή και ασφαλή προαύλιο χώρο. Διαπιστώθηκαν τρεις περιπτώσεις σταθμών σε τετραώροφα κτίρια και μια σε εξαώροφο, όπου τίθενται ερωτήματα για την άρτια λειτουργικότητά τους. Διαπιστώθηκαν επίσης σταθμοί που λειτουργούν σε μισθωμένα κτίρια, σε αρκετές περιπτώσεις και με κοινόχρηστη είσοδο. Τα μισθωμένα κτίρια εμφανίζουν συγκριτικά, περισσότερα προβλήματα λειτουργικότητας των χώρων και μεγέθους-ποιότητας των προαύλιων χώρων.
Γι αυτό, η έρευνα κρίνει ότι είναι ανάγκη σε βάθος χρόνου όλοι οι σταθμοί να λειτουργούν σε δημοτικά ή δημόσια κτίρια κατασκευασμένα γι αυτή τη χρήση.
Το κτιριακό απόθεμα στην πόλη, από το οποίο μπορεί να επιλεγεί μια κατάλληλη μονάδα, αποτελούν νεοκλασικά κτίρια μικρής κλίμακας, μεσοπολεμικά ή μεταπολεμικά κτίσματα έως τρεις ορόφους, με αυλή ή κήπο που ήταν πρώην κατοικίες ή δημόσια κτίρια.
Σε ό,τι αφορά τη χωροθέτηση των σταθμών διαπιστώνεται ότι καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα των περιοχών κατοικίας του δήμου Αθηναίων. Εξαίρεση αποτελούν περιοχές κατοικίας στον Προμπονά, το Παγκράτι, το Νέο Κόσμο, το Μεταξουργείο, σε τμήματα της Κυψέλης και των Πατησίων. Επίσης ελλείψεις διαπιστώνονται στο Ιστορικό Κέντρο, σε περιοχές του Κολωνακίου, του Θησείου, του Μετς, των Ιλισίων και στα Κουντουριώτικα. Όμως στις περιοχές αυτές είναι ταυτόχρονα χαμηλή η συγκέντρωση παιδιών. Πάντως εμφανίζεται ανάγκη βελτιωτικών χωροθετήσεων ή αναχωροθετήσεων.
Όσον αφορά στο θεσμικό πλαίσιο, διαπιστώνεται ότι κανένας από τους 77 σταθμούς δεν διαθέτει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας με βάση το νόμο του 2002. Επί χρόνια η απουσία άδειας ίδρυσης και λειτουργίας βρεφονηπιακού σταθμού δεν αποτελούσε πρόβλημα. Όμως πλέον είναι επιτακτική η ανάγκη επίλυση του προβλήματος της αδειοδότησης. Στην έρευνα διαπιστώνεται ότι το ίδιο θεσμικό κενό εντοπίζεται και σε άλλους δήμους της χώρας.
Από τους υπάρχοντες σταθμούς μόνο πέντε έχουν κτισθεί ως εκπαιδευτήρια ή σταθμοί και μόνο δύο έχουν οικοδομική άδεια μετά το 2002. Οι υπόλοιποι σταθμοί στεγάζονται σε κτίρια που κατασκευάσθηκαν για άλλο σκοπό ή σε μισθωμένα κτίρια κυρίως κατοικιών. Αυτό, τονίζεται, δεν σημαίνει ότι τα κτίρια είναι ακατάλληλα, διότι είναι ευρέως διαδεδομένη διεθνώς η χωροθέτηση παιδικών σταθμών σε κτίρια που δεν έχουν κατασκευασθεί γι αυτό τον σκοπό αλλά στη συνέχεια γίνονται οι κατάλληλες τροποποιήσεις. Αυτή η πρακτική είναι συνήθης στα ιστορικά κέντρα των ευρωπαϊκών πόλεων όπου υπάρχει έλλειψη ελεύθερων οικοπέδων για δόμηση.
Όμως είναι απαραίτητο να υπάρξουν οικοδομικές άδειες. Κι αυτό διότι τα μεν δημόσια κτίρια (όπου σήμερα φιλοξενούνται σταθμοί) κτίζονταν χωρίς οικοδομικές άδειες, αλλά κτίζονταν με πλήρεις, εγκεκριμένες από τις δημόσιες τεχνικές υπηρεσίες μελέτες και εντός προδιαγραφών. Όμως, στον ιδιωτικό τομέα κατά κανόνα η απουσία οικοδομικής άδειας σημαίνει και απουσία μελετών, σημειώνεται στην έρευνα. Γι αυτό, προτείνεται η βελτίωση ή συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου με παράλληλη επίλυση του θεσμικού αδιεξόδου μέσω σχετικών διοικητικών πράξεων. Γίνεται πρόταση νομοθετικής ρύθμισης σε στάδια, που στοχεύει στη συνολική και οριστική επίλυση του προβλήματος.