Τροχαίο ατύχημα σημειώθηκε χθες το βράδυ σε κάθετο άξονα της Εγνατίας Οδού, στο ύψος του οικισμού των Ψαθάδων στον Έβρο, όταν τρεις αγριόχοιροι συγκρούστηκαν με λεωφορείο του ΚΤΕΛ, χωρίς να προκληθεί τραυματισμός των επιβατών.
Σε επικοινωνία του ΑΠΕ-ΜΠΕ με τον δασάρχη Διδυμοτείχου, Δημήτρη Μητρούδη, το περιστατικό χαρακτηρίστηκε ως σπάνιο.
«Η περίφραξη καθ’ όλο το μήκος της Εγνατίας Οδού, όπως σε κάθε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, προς αποφυγήν εισόδου σε αυτήν ζώων – η σύγκρουση οχημάτων με τα οποία θα μπορούσε να αποβεί και μοιραία-, λειτουργεί ως εμπόδιο και ο μόνος τρόπος να διέλθουν είναι είτε από σημεία όπου έχει καταστραφεί η περίφραξη, είτε από γέφυρες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σημείωσε πως ο αριθμός των αγριόχοιρων, «από τα μέχρι στιγμής στοιχεία που έχουμε μέσω των ομάδων των κυνηγών, παρουσιάζει μία αυξητική τάση, τα τελευταία χρόνια».
Ακόμη αναφέρθηκε στα μέτρα που έχουν ληφθεί, σε εφαρμογή της σχετικής εγκυκλίου του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για τον περιορισμό του αριθμού τους, εκτιμώντας ότι τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα κρίνονται αναποτελεσματικά.
«Μέσω των ομάδων κυνηγών μαθαίνουμε ότι ο αριθμός των αγριόχοιρων που θηρεύονται είναι αρκετά μεγάλος και υπάρχουν και τα συνεργεία δίωξης των αγριόχοιρων, επ’ αφορμή της εμφάνισης στη Βουλγαρία της νόσου της Αφρικανικής Πανώλης των χοίρων, αλλά τα αποτελέσματα των προγραμματισμένων εξόδων με αυτά τα συνεργεία είναι μηδενικά. Δεν έχουν αποτέλεσμα όσον αφορά τη μείωση του αριθμού. Έχουν γίνει κάποιες προτάσεις, σε συσκέψεις που είχαμε, όπως να επιτραπεί η θήρα του αγριόχοιρου σε περιοχές όπου αυτή τη στιγμή απαγορεύεται, όπως για παράδειγμα κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων, όπου μία ζώνη περίπου 500 χιλιομέτρων κατά μήκος της μεθορίου, λειτουργεί σαν ένα καταφύγιο για τους αγριόχοιρους, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, βάση των στοιχείων που έχουμε, φαίνεται ότι εισέρχονται από την Τουρκία», δήλωσε ο κ. Μητρούδης.
Για έλλειμμα, σε εθνικό επίπεδο, ενός συστήματος παρακολούθησης των πληθυσμών της άγριας πανίδας, «πολύ δε περισσότερο ενός είδους το οποίο είναι θηρεύσιμο», έκανε λόγο στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ., με ειδικότητα στη Διαχείριση Άγριας Πανίδας, Δημήτρης Μπακαλούδης.
«Οι κυνηγετικές οργανώσεις γνωρίζουν καλύτερα και μέσω ερωτηματολογίων, έχουν κάποια στοιχεία, τα οποία όμως είναι ενδεικτικά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Απέδωσε την εμφάνισή τους, σε κατοικημένες περιοχές και στο οδικό δίκτυο, στο γεγονός ότι ο αγριόχοιρος είναι ένα παμφάγο και ευρύτοπο είδος, δηλαδή τρέφεται με οτιδήποτε (φυτικά και ζωικά) και απαντάται παντού σε υγροτόπους, λιβάδια, θαμνοτόπους, δάση, ουσιαστικά σε όλα τα φυσικά οικοσυστήματα.
«Τα τελευταία χρόνια, που έγιναν τα ημίαιμα-ημιάγρια, επειδή διασταυρώθηκαν ήμερα με άγρια και τα ήμερα έχουν μια οικειότητα και μία ανεκτικότητα στον άνθρωπο, άρχισαν πολλά απ’ αυτά να πλησιάζουν και κατοικημένες περιοχές, όπως συνέβη και στη Θεσσαλονίκη. Στη δεκαετία του 2000, μάλιστα χοιροτρόφοι και στον Έβρο, διασταύρωναν θηλυκά με άγρια αρσενικά για να έχουν ημιάγρια, τα οποία επιδοτούνταν, ενώ έχουν και πολύ μεγαλύτερο αναπαραγωγικό αποτέλεσμα από τα καθεαυτού άγρια. Αυτό τα τελευταία χρόνια έδειξε ότι συνέβαλε στην πιθανή (σ.σ. λόγω έλλειψης καταγραφής) αύξηση των πληθυσμών σε κάποιες περιοχές».
«Όταν εμφανίζονται σε δρόμους, αυτά σίγουρα είναι αποκλίνοντα άτομα από έναν άγριο πληθυσμό και μπορεί να πεινούν, οπότε πλησιάζουν σε ανθρώπινες κατασκευές και δραστηριότητες προς αναζήτηση τροφής. Το πιθανότερο βέβαια είναι να πρόκειται για ημιάγρια» εξήγησε.
Ο κ. Μπακαλούδης έκανε ειδική αναφορά στο γεγονός ότι ο αγριόχοιρος, ο οποίος όπως και κάποια τρωκτικά είναι από τα είδη τα οποία ακολουθούν τις ταλαντώσεις στην τροφή, δηλαδή όταν υπάρχει αύξηση της τροφής αναπαράγονται και περισσότερο.
«Είναι από τα πιο ευπροσάρμοστα είδη, γι’ αυτό και γενικά όπου έχει εισαχθεί σε καινούριες περιοχές έχει προκαλέσει προβλήματα», διευκρινίζοντας ότι η επικινδυνότητά τους έγκειται κυρίως στην προοπτική σύγκρουσης με οχήματα και την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος.
Τέλος ο αναπληρωτής καθηγητής στη Διαχείριση Άγριας Πανίδας, σημείωσε πως παρά το γεγονός ότι οι αγριόχοιροι, αλλά και οι χοίροι γενικά είναι φορείς πολλών ασθενειών, δεν είναι επικίνδυνοι για τον άνθρωπο. «Αγριόχοιρους σε όλο τον Έβρο δεχόμαστε κυρίως από την Τουρκία αλλά και τη Βουλγαρία, χώρες όπου δεν θηρεύονται, ενώ έχουν τη δυνατότητα να μετακινούνται σε αποστάσεις έως και 30-40 χιλιομέτρων σε διάστημα δύο-τριών ημερών.
Λόγω της εμφάνισης στη γείτονα Βουλγαρία της Αφρικανικής Πανώλης των χοίρων, χρειάζεται μεγάλη προσοχή όταν θανατωθούν. Η θανάτωση θα πρέπει να γίνεται πάντα παρουσία κτηνιάτρου και να τηρούνται αυστηρά μέτρα προστασίας και ασφάλειας, γιατί ενώ η συγκεκριμένη νόσος δεν είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο, μπορεί μεταφέροντάς την κάποιος σε μία κτηνοτροφική μονάδα, να έχουμε πλήρη κατάρρευση της χοιροτροφίας».