Υπερπληθυσμό στις δομές φιλοξενίας, έλλειψη υγιεινής, έλλειψη ιδιωτικότητας και ελλιπή φροντίδα των ευάλωτων. Αυτά διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA) σε έξι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγνωρίζοντας εμπόδια στην ένταξη των νεαρών προσφύγων, που ενέχουν τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια «χαμένη γενιά».
Η έκθεση, που δημοσιεύεται σήμερα, αφορά στις πέντε χώρες της ΕΕ που είχαν το μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων ασύλου, την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Σουηδία, καθώς και στην Ελλάδα ως χώρα πρώτης υποδοχής που έχει μεγάλο αριθμό αφίξεων. Η έρευνα βασίστηκε σε συνεντεύξεις με 163 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, με έμφαση στις ηλικίες 16-24 ετών, και 426 εργαζόμενους του πεδίου, σε 15 περιοχές (στην Ελλάδα έγινε σε Αθήνα και Λέσβο).
Τα παραπάνω συμπεράσματα αναφέρθηκαν και στις έξι χώρες που ερευνήθηκαν, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Στην Ελλάδα, οι αιτούντες άσυλο έκαναν λόγο «για άθλιες συνθήκες διαβίωσης», ενώ μία νεαρή γυναίκα ανέφερε ότι αναγκάστηκε να κοιμηθεί σε πάρκο, όπου έπεσε θύμα σεξουαλικής επίθεσης. Θετικό ρόλο στις χώρες που ερευνήθηκαν, σημειώνει η έκθεση, διαδραματίζουν πρωτοβουλίες από την κοινωνία των πολιτών και από εθελοντές, που βοηθούν στην ανάπτυξη δεσμών με τις τοπικές κοινωνίες.
Η έκθεση αναδεικνύει επίσης τις αργές διαδικασίες για την απόδοση διεθνούς προστασίας, που εντοπίστηκαν και στις έξι χώρες. Οι χρονοβόρες διαδικασίες, σημειώνει ο FRA, έχουν αρνητικές συνέπειες στους αιτούντες, καθώς προκαλούν άγχος και ένταση και μπορούν να οδηγήσουν σε ψυχολογικά προβλήματα, όπως διαταραχές ύπνου, απώλεια όρεξης, ακόμα και κατάθλιψη. Οι μακρόχρονες διαδικασίες, εξάλλου, έχουν αντίκτυπο και στην καθημερινότητα των αιτούντων, καθώς αυτοί έχουν πιο περιορισμένη πρόσβαση σε δικαιώματα και υπηρεσίες σε σχέση με τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες. «Όσο περισσότερο ένα άτομο δεν έχει πλήρη πρόσβαση σε δικαιώματα και παροχές, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με την επαγγελματική κατάρτιση και την απασχόληση, τόσο πιο δύσκολο είναι αυτό να αναπληρώσει τη διαδικασία ενσωμάτωσης μόλις χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα», σημειώνει η έκθεση και παρατηρεί ότι οι αρνητικές συνέπειες μπορούν να αμβλυνθούν, εάν η διαδικασία ενσωμάτωσης όσων έχουν υψηλές πιθανότητες να λάβουν άσυλο ξεκινήσει ενόσω είναι σε εξέλιξη η εξέταση της αίτησής τους.
Επίσης, διαπιστώνονται νομικά και πρακτικά εμπόδια στην οικογενειακή επανένωση. Από το 2015, αναφέρει η έκθεση, η Αυστρία, η Γερμανία και η Σουηδία έχουν περιορίσει τις δυνατότητες οικογενειακής επανένωσης για τους δικαιούχους διεθνή προστασία. Επίσης, στις πέντε από τις έξι χώρες (εκτός από τη Γερμανία) αναφέρθηκε έλλειψη πληροφόρησης για τις διαδικασίες που χρειάζονται για την οικογενειακή επανένωση. Ωστόσο, η έκθεση σημειώνει ότι η απουσία των μελών της οικογένειας κάνει τους ανθρώπους πιο ευάλωτους σε ψυχολογικά προβλήματα και στην παραβατικότητα. «Η οικογενειακή επανένωση αναγνωρίζεται ως ένας από τους βασικούς μηχανισμούς για την καλύτερη ένταξη των μεταναστών και των προσφύγων. Η απουσία των μελών της οικογένειας και οι ανησυχίες για την ευημερία τους εμποδίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή τους σε μαθήματα γλώσσας, στο σχολείο , στην κατάρτιση και στην εξεύρεση εργασίας», αναφέρει ο FRA και προσθέτει ότι η επιτάχυνση της διαδικασίας «αποτρέπει τους λαθρεμπόρους και τις δευτερογενείς μετακινήσεις».
Ως προς την εκπαίδευση των παιδιών η έρευνα διαπιστώνει ότι οι προκλήσεις συνίστανται στην έλλειψη σχολικών δομών και δασκάλων γλώσσας και υποδεικνύει ότι θα λειτουργούσε θετικά η ένταξη των νεοαφιχθέντων παιδιών στο εκπαιδευτικό σύστημα πολύ νωρίς και η έγκαιρη έναρξη των μαθημάτων γλώσσας. Επίσης, η επαγγελματική κατάρτιση των αιτούντων άσυλο και η πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας βοηθά στο να μην καταστούν οι δεξιότητές τους παρωχημένες, να επιτύχουν οικονομική ανεξαρτησία και συμβάλλει στη μείωση της έλλειψης ειδικευμένων εργαζόμενων στην ΕΕ.
Τέλος, η έκθεση σημειώνει ότι κατά τη μετάβαση από το καθεστώς του αιτούντα άσυλο σε αυτό του πρόσφυγα, τα άτομα στις χώρες που ερευνήθηκαν βιώνουν κενά στην προστασία των δικαιωμάτων και στην παροχή των υπηρεσιών και αυτό υπογραμμίζεται ότι υπονομεύει την κοινωνική ενσωμάτωσή τους. Ωστόσο, η κοινωνική υποστήριξη βοηθά τους νέους πρόσφυγες να ενσωματωθούν, επισημαίνεται.
Η έρευνα αναδεικνύει καλές πρακτικές στις χώρες που μελέτησε. Στην Ελλάδα αναδεικνύει τη στήριξη προσφύγων και μεταναστών με εξαρτήσεις από το ΚΕΘΕΑ Mosaic, την προσφορά μαθημάτων εκμάθησης γλώσσας και επαγγελματικού προσανατολισμού από τον δήμο Αθηναίων και την έκδοση από τα υπουργεία Μεταναστευτικής Πολιτικής και Εργασίας εγκυκλίων που βελτίωσαν την πρόσβαση σε παροχές και υπηρεσίες υγείας.
Ο FRA καλεί τα κράτη μέλη να επιταχύνουν τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, να περιορίσουν τη γραφειοκρατία που συνδέεται με την οικογενειακή επανένωση, να παρέχουν κατάλληλη στέγαση στους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες, να βελτιώσουν την ψυχιατρική περίθαλψη και να βελτιώσουν την πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση.