Επτά νόμοι που θεσπίστηκαν την περίοδο 2015-2019 και αποτελούν τους πιο σύγχρονους νόμους που ισχύουν στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, μπήκαν στο «στόχαστρο» έρευνας, που έκαναν οι Δέσποινα Νάτση και Θωμαή Παπά, υπό την επιστημονική εποπτεία της αναπληρώτριας καθηγήτριας Νομικής του ΑΠΘ, Λίνας Παπαδοπούλου.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ τα πορίσματά της παρουσιάζονται σε έκδοση με τίτλο «Η νομοθετική αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων στην Ελλάδα», που εξέδωσε το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας.
Όπως διαπιστώνεται στην έρευνα, που παρουσιάστηκε σήμερα σε σχετική συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα, τα τελευταία χρόνια υπήρξε νομοθετικός εκσυγχρονισμός τόσο σε επίπεδο ενίσχυσης των δικαιωμάτων των γυναικών όσο και σε επίπεδο εξασφάλισης της ίσης μεταχείρισης όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως σεξουαλικών προτιμήσεων και ταυτότητας φύλου.
Ανάμεσα στα θετικά που αναδεικνύονται είναι η τροποποίηση του αντιρατσιστικού νόμου, που επέκτεινε το αξιόποινό του και στις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου.
Ωστόσο, παρατηρήθηκε ότι ο νομοθέτης ακολουθεί την ίδια συντηρητική προσέγγιση για το φύλο που αποτυπώνεται και στην ελληνική κοινωνία. Όπως σημειώνεται στη μελέτη, συναντάται ιδιαιτέρως συχνά η πεποίθηση ότι ο νομοθετικός και πολιτισμικός εκσυγχρονισμός θα σημάνει και την καταστρατήγηση των ελληνικών παραδόσεων.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στη δημόσια διαβούλευση για το σύμφωνο συμβίωσης αναρτήθηκαν 3.324 σχόλια, από τα οποία τα 2.496 αφορούσαν το πρώτο άρθρο, το οποίο επέκτεινε το δικαίωμα σύναψης συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Συγκεκριμένα για το νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης, υπογραμμίζεται ότι, αν και είναι πολύ σημαντικός για τα ελληνικά δεδομένα, δεν περιέχει καμία πρόβλεψη για τα γονεϊκά δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών, παρά μόνο το δικαίωμα των ομογονεϊκών οικογενειών να γίνουν ανάδοχοι γονείς. Αποτέλεσμα είναι να συμβαίνει το παράδοξο, μία γυναίκα μόνη να έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ενώ μία γυναίκα ομόφυλου ζευγαριού όχι.
Επίσης, το νομοθετικό πλαίσιο, όπως διαπιστώνει η μελέτη, παρουσιάζει αστοχίες και έλλειψη συνοχής των επιμέρους νόμων του, καθώς για το ίδιο ζήτημα μπορεί να χρησιμοποιούνται διαφορετικοί ορισμοί, οι οποίοι δυσχεραίνουν την ορθή εφαρμογή του και αφήνουν περιθώριο ευρείας ερμηνείας που πιθανόν μειώνει αντί να αυξάνει την προστασία του ατόμου.
Πέρα των νομοτεχνικών ατελειών, παρατηρήθηκε και η απουσία μέτρων προληπτικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση της βίας και την εξάλειψη των στερεοτύπων με βάση το φύλο. Δεν υιοθετούνται, δηλαδή, μέτρα, όπως η εισαγωγή εκπαιδευτικού υλικού στα σχολεία ή η κατάρτιση επαγγελματιών που ασχολούνται με τα θύματα βίας, όπως γιατρών, ψυχολόγων, αστυνομικών και εκπαιδευτικών.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο ψυχολόγος Βαγγέλης Κοσμάτος, από την πρωτοβουλία «Η Συμμαχία των Φύλων» (G-All) που ασχολείται με τα θέματα φύλου και διαφορετικότητας, «πρέπει να γίνει πολλή δουλειά σε νομοθετικό, θεσμικό, διοικητικό και κοινωνικό επίπεδο. Όλο το φαινόμενο των διακρίσεων χτίζεται από μια κοινωνική ασθένεια, που είναι ο σεξισμός».
Με αφορμή την έκδοση της μελέτης πραγματοποιούνται από σήμερα ως το Σάββατο εκδηλώσεις του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ σε συνεργασία με την πρωτοβουλία «Η Συμμαχία των Φύλων» (G-All) στο Σεράφειο του Δήμου Αθηναίων. Πρόκειται για ανοιχτή εκδήλωση για την παρουσίαση της μελέτης με τη συμμετοχή φορέων και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών σήμερα το απόγευμα, και διήμερο βιωματικό σεμινάριο αύριο και το Σάββατο.