Υπήρξε μέλος της Φιλικής εταιρείας και σημαντικός οπλαρχηγός του 1821. Ήταν μαθητής και στενός συνεργάτης του Κολοκοτρώνη. Ο λόγος για τον Νικηταρά που έμεινε γνωστός και με το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος». Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος.
Πέθανε σαν σήμερα στον Πειραιά το 1849, τυφλός και πάμπτωχος, και κηδεύτηκε στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία της δημόσιας ιστορικής βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας, ο Νικηταράς γεννήθηκε στη Μεγάλη Αναστασίτσα (Νέδουσα) το 1787. Γιος του Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας το γένος Καρούτσου, αδελφής της γυναίκας του Κολοκοτρώνη, μαθήτευσε κοντά στον Ζαχαριά και τον Κολοκοτρώνη. Το 1805, μετά το φόνο του αρματολού πατέρα του και αδελφού του από τους Τούρκους, ακολούθησε το θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και επιδόθηκε στη μύηση νέων φιλικών. Το Φεβρουάριο του 1821 βρισκόταν στην Πελοπόννησο, έτοιμος για την κήρυξη της Επανάστασης. Συμμετείχε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας, στις μάχες του Βαλτετσίου και των Δολιανών (αρχηγός και νικητής), στην άλωση της Τριπολιτσάς, στην πολιορκία του Αναπλιού, σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη, στις επιχειρήσεις εναντίον του Δράμαλη και του Ιμπραΐμ, όπως αναφέρει το news.gr.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Καποδίστρια και διορίστηκε Διοικητής Συντάγματος Πελοποννησίων και Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου. Στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829) ήταν πληρεξούσιος του Λεονταρίου.
Στην Οθωνική περίοδο έζησε παραγκωνισμένος. Το Δεκέμβριο του 1839 συνελήφθη με την κατηγορία ότι ανήκε στη «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», η οποία στρεφόταν εναντίον του Όθωνα, παραπέμφθηκε σε δίκη, αθωώθηκε αλλά παρέμεινε στις φυλακές της Αίγινας 14 μήνες ακόμα. Μετά την Επανάσταση του 1843 ο Όθωνας του έδωσε το βαθμό του Υποστρατήγου και το 1847 τον έκαναν Γερουσιαστή. Ήταν όμως ανήμπορος για δράση.
Σύμφωνα με το αρχείο του ομίλου απογόνων αγωνιστών του 1821 ο Νικηταράς ήταν περιώνυμος για τη γρηγοράδα του στο τρέξιμο. Συντηρούσε δικό του Σώμα Ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη Μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12 και 13 Μαΐου του 1821 (είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλιο), ο Νικηταράς, που κρατούσε με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 2.000 Τούρκους που επιτίθεντο με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ’ εκείνη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο. Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με το θείο του, κυρίως δε στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης.
«Νικηταρά, Νικηταρά που ‘χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά ατσάλι» ήταν το τραγουδάκι που του έλεγαν μετά την μάχη. Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δε ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή Κυβέρνηση.
Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγιονόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία (26 – 28 Ιουλίου 1822). Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα.
Πέθανε όπως προαναφέραμε στον Πειραιά το 1849, τυφλός και πάμπτωχος, και κηδεύτηκε στην Αθήνα.