Να κρίνει αντισυνταγματικό το Μνημόνιο ΙΙ (Ν. 4046/2012) μόνο κατά το σκέλος εκείνο με το οποίο καταργείται η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία, προσανατολίζεται η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου πραγματοποιεί συνεχείς διασκέψεις, κεκλεισμένων των θυρών, για το θέμα της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων του Μνημονίου ΙΙ και της 6/2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου (Π.Υ.Σ.).
Όπως όλα δείχνουν, οι Σύμβουλοι Επικρατείας, με ισχυρή πλειοψηφία, προσανατολίζονται να κρίνουν αντισυνταγματική την κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία για την επίλυση εργασιακών θεμάτων (αύξηση αποδοχών, επιδόματα, άδειες, αργίες, κ.λπ.).
Στη διαιτησία (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) μπορεί να προσφύγει είτε η πλευρά των εργαζομένων (συνδικαλιστικές οργανώσεις) είτε η πλευρά των εργοδοτών, αφού αποτύχουν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, που αρχίζουν, κατά κανόνα, μετά τη λήξη ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Επίσης, στη διαιτησία του Ν. 1876/1990 μπορεί να οδηγηθούν όλες οι διαφορές που προκύπτουν από επιχειρησιακές, κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως είναι μισθολογικές διαφορές, η χορήγηση επιδομάτων, κ.ά.
Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 της 6/2012 Π.Ν.Π. προβλέπει ρητά ότι «από 14.2.2012 η προσφυγή στη διαιτησία γίνεται αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών». Επιπλέον, προβλέπεται ότι οι «προσφυγές που έχουν κατατεθεί στον Ο.Μ.Ε.Δ. μέχρι 28.2.2012 και δεν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση, αν μεν έχουν κατατεθεί μονομερώς δεν συζητούνται και τίθενται στο αρχείο, ενώ αν έχουν κατατεθεί με κοινή συμφωνία των μερών κρίνονται».
Σημειώνεται ότι με βάση το Ν. 4093/2012, που ακολούθησε, το λεγόμενο και Μνημόνιο ΙΙΙ (πρόκειται για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής), οι κατώτατες αποδοχές δεν καθορίζονται πλέον από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας ύστερα από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις εργοδοτικές οργανώσεις (Σ.Ε.Β., Γ.Σ.Β.Ε.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε.) και τη Γ.Σ.Ε.Ε., αλλά με νόμο.
Εξάλλου, με το Μνημόνιο ΙΙΙ καταργήθηκε μετά το 2012 το επίδομα γάμου το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του κατώτατου μισθού που καθοριζόταν με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ «πάγωσε» και το επίδομα τριετιών (ωρίμανσης).
Όμως, όπως όλα δείχνουν, οι σύμβουλοι Επικρατείας δεν θα ασχοληθούν με το ζήτημα της μείωσης των αποδοχών των εργαζομένων (κατά 22% γενικά και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών) που προβλέπει η 6/2012 Π.Υ.Σ., καθώς αναμένεται να κριθεί από τους δικαστές ότι επήλθε αλλαγή στο νομοθετικό αυτό πλαίσιο με το Μνημόνιο ΙΙΙ που ακολούθησε.
Ακόμη, σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν διαφαίνεται ότι θα επικρατήσει η άποψη που εξέφρασαν ορισμένοι Σύμβουλοι Επικρατείας για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε., πρώην Δ.Ε.Κ.), προκειμένου να αποφανθεί αν οι διατάξεις του Ν. 4046/2012 και της επίμαχης Π.Υ.Σ. είναι σύμφωνες με ευρωπαϊκές Οδηγίες.
Επισημαίνεται ότι εισηγητής όλων των υποθέσεων που απασχόλησαν την Ολομέλεια του ΣτΕ είναι ο σύμβουλος Επικρατείας Ηρακλής Τσακόπουλος.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έχουν προσφύγει, μεταξύ των άλλων, η Γ.Σ.Ε.Ε., η Ο.Τ.Ο.Ε., η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.Σ.Υ.), Σύλλογοι τραπεζοϋπαλλήλων (Γενικής Τραπέζης Ελλάδος, Τράπεζας Αττικής και στη Marfin-Εγνατία Τράπεζα), καθώς και άλλα σωματεία εργαζομένων. Οι προσφεύγοντες ζητούν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 6/28.2.2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου, με την οποία (κατ’ επιταγήν του Μνημονίου ΙΙ) καταργείται η προστασία των εργαζομένων από τις απολύσεις, επέρχονται επιπτώσεις σε βάρος των εργαζομένων μετά τη λήξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (η λεγόμενη «μετενέργεια»), καταργείται ουσιαστικά η διαιτησία που καθιερώθηκε με τον Ν. 1876/1990, μειώνεται ο κατώτατος μισθός κατά 22% και για τους νέους κάτω των 25 ετών κατά 32% κ.ά.
Στις προσφυγές τους υποστηρίζουν ότι τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και η εφαρμοστική αυτού υπ’ αριθμ. 6/28.2.2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου παραβιάζουν τα άρθρα 22, 23 (προστασία της εργασίας και της συνδικαλιστικής ελευθερίας), 26 (οργάνωση των τριών λειτουργιών) και 43 (προϋποθέσεις έκδοσης Προεδρικών Διαταγμάτων) του Συντάγματος, καθώς επεμβαίνουν καταργητικά στις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δυσχεραίνουν ανυπέρβλητα το πλαίσιο διευθέτησης των συλλογικών διαφορών εργασίας, και ειδικά μέσω της πλήρους λειτουργικής αποδυνάμωσης του θεσμού της διαιτησίας.
Επίσης, υποστηρίζεται στις προσφυγές ότι παραβιάζεται και το άρθρο 5 του Συντάγματος (ελευθερία συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας), καθώς τα νέα νομοθετικά μέτρα επεμβαίνουν σε συμβατικούς όρους που «συμφωνήθηκαν μεταξύ ιδιωτών πριν από δεκαετίες, σε επιχειρήσεις αμιγώς ιδιωτικές, που μπορεί να είναι και απολύτως υγιείς και κερδοφόρες και μάλιστα χωρίς καν την επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος». Η παρέμβαση όμως αυτή, υποστηρίζεται, υπερβαίνει κάθε αναγκαίο μέτρο, κάθε έννοια αναλογικότητας και θίγει ευθέως στον πυρήνα του το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας.
Εξάλλου, υποστηρίζεται ότι το Μνημόνιο ΙΙ αντίκειται στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο προστατεύει την περιουσία (στην έννοια της οποίας περιλαμβάνονται και οι αποδοχές των εργαζομένων), στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 98, 111 και 122 και σε Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως προς το θέμα της διαιτησίας έχει υποστηριχθεί στις αιτήσεις ακύρωσης ότι η κατάργησή της παραβιάζει το άρθρο 22 του Συντάγματος, τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και την Ε.Σ.Δ.Α., καθώς επέρχεται η καταστροφή του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και οδηγούνται οι εργαζόμενοι στη σύναψη ατομικών συμβάσεων εργασίας, με όποιες συνέπειες αυτό συνεπάγεται.