Στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 οι περισσότεροι θάνατοι προήλθαν από επιδημίες και όχι στο πεδίο των μαχών. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου μετά την εξάντληση των αποθεμάτων τροφίμων αναγκάστηκαν να καταναλώσουν όλα τα κατοικίδια ζώα που υπήρχαν, ενώ κάποιοι στην απόγνωσή τους κατέφυγαν στη νεκροφαγία.
Έπιναν νερό από δεξαμενές που ήταν γεμάτες πτώματα. Για τους τραυματίες των μαχών οι ιατρικές πράξεις και διαδικασίες, όπως είναι η χορήγηση αναισθησίας, η μετάγγιση αίματος, η ασηψία, η αντισηψία ήταν παντελώς άγνωστες. Για τη συρραφή τραυμάτων, που εξωτερικά καθαρίζονταν με ρακή, εκτός από βελόνα και κοινή κλωστή, χρησιμοποιούνταν μυρμήγκια.
Οι προτεραιότητες κατά τη διεξαγωγή του αγώνα του 1821 εστιάστηκαν στην κάλυψη των στρατιωτικών και δημοσιονομικών αναγκών και ελάχιστα στην αντιμετώπιση θεμάτων δημόσιας υγείας, υγειονομικής περίθαλψης και ιατροκοινωνικής πρόνοιας.
Αυτήν τη λιγότερο ειπωμένη -πολλές φορές σοκαριστική για τη σκληρότητα των περιγραφών- ιστορία του αγώνα, παρουσίασε μέσα από εκτεταμένη έρευνα που έκανε στη βιβλιογραφία ο κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ, καθ. Ιατρικής Θεόδωρος Δαρδαβέσης, ο οποίος εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο με τίτλο «Η δημόσια υγεία και η περίθαλψη των αγωνιστών κατά την περίοδο της Eπανάστασης του 1821», στην εκδήλωση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου για την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Οι ανεπαρκείς υποδομές νοσηλευτικής φροντίδας, ο περιορισμένος αριθμός του υγειονομικού προσωπικού και οι σοβαρές ελλείψεις σε φαρμακοεπιδεσμικό υλικό, αναδεικνύουν παράλληλα τη δύναμη ψυχής των ιατρών εκείνων που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον αγώνα. Κυρίως, όμως, αναδεικνύουν την πίστη του σκλαβωμένου γένους για το όραμα της ελευθερίας, το οποίο με τις στερήσεις, τους αγώνες και το αίμα έγινε πράξη, επιβεβαιώνοντας τους στίχους: “…Η μεγαλοσύνη στα Έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα”», είπε ο καθηγητής Δαρδαβέσης στο κλείσιμο της ομιλίας του, κατά την οποία αναφέρθηκε εκτενώς στις συνθήκες υγιεινής διαβίωσης, ένδυσης και διατροφής, της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπόδουλων Ελλήνων, που «ήταν άθλιες την περίοδο της διεξαγωγής του αγώνα, ευνοώντας την εκδήλωση σοβαρών ασθενειών, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν η δυσεντερία, η χολέρα, η πανώλη, η ευλογιά και η ελονοσία, που προκάλεσαν αθροιστικά περισσότερους θανάτους, συγκριτικά με τις απώλειες στα πεδία των μαχών».
«Οι συνθήκες δημόσιας υγείας»
Όπως ανέφερε ο κ. Δαρδαβέσης, η αγωνιώδης αναζήτηση προστασίας των κατοίκων της υπαίθρου συνεισέφερε στη συγκέντρωση πλήθους ανθρώπων σε οργανωμένες και οχυρωμένες πόλεις.
Η συμβίωσή τους υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς μηχανισμούς απομάκρυνσης των απορριμμάτων, με ελλείψεις στις υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης, οδηγούσε συχνά σε εκδήλωση σοβαρών επιδημιών. Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη, είχε ως αιτία τον εξανθηματικό τύφο και προκάλεσε περίπου 3.000 θανάτους, ενώ επιδημία τύφου εκδηλώθηκε, αργότερα, στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορκία.
Η διατροφή των αγωνιζομένων Ελλήνων περιλάμβανε κυρίως ψωμί, παξιμάδια, βρασμένο καλαμπόκι και σπανιότερα κρέας και ψάρια. Περιλάμβανε, επίσης, κρασί και ρακή, ενώ το λάδι, φαίνεται, ότι ήταν το μόνο προϊόν διατροφής, που υπήρχε σε επάρκεια καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα.
Σε περιπτώσεις πολιορκιών, όπως αυτή του Μεσολογγίου, οι πολιορκημένοι μετά την εξάντληση των αποθεμάτων τροφίμων αναγκάστηκαν να καταναλώσουν οτιδήποτε ήταν δυνατό να μασηθεί. Στην αρχή κατανάλωσαν όλα τα κατοικίδια ζώα που υπήρχαν, όπως άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, καμήλες, σκύλους, γάτες, στη συνέχεια ποντικούς και κάθε άλλο «ακάθαρτο ζώο», ενώ χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και δέρματα ζώων για τον κορεσμό της πείνας. Στην απόγνωσή τους κάποιοι κατέφυγαν στη νεκροφαγία πτωμάτων και μάλιστα συγγενών τους.
Η ακατάλληλη διατροφή προκαλούσε δυσεντερία, που εξαντλούσε ακόμη περισσότερο τους αποδυναμωμένους οργανισμούς των αγωνιστών του 1821, ενώ έκδηλα ήταν τα συμπτώματα αβιταμινώσεων, κυρίως από την έλλειψη της βιταμίνης C, που προκαλούσε σκορβούτο.Η πρόσβαση σε αποθέματα υγιεινού πόσιμου νερού ήταν συχνά προβληματική, είτε γιατί δεν επαρκούσαν οι διαθέσιμες ποσότητες για τις υφιστάμενες ανάγκες είτε γιατί ο εχθρός κυρίευε τις πηγές υδροδοσίας και ανέκοπτε την ύδρευση πόλεων και περιοχών, που τελούσαν υπό τον έλεγχο των Ελλήνων.
Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου έπιναν το γλυφό νερό της λιμνοθάλασσας, των λίγων πηγαδιών και των δύο δεξαμενών που ήταν γεμάτα πτώματα. Για το θέμα αυτό ο Κασομούλης αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του, τα εξής: «…το νερό των δεξαμενών είχεν γίνει ένα μίγμα αλλόκοτον· ότι ήθελες μέσα εύρισκες· μυαλά, εντόσθια, αίμα, κεφάλια – και οι Έλληνες έπιναν και υπέμνεσκαν με όλην την αδιαφορίαν».
«Οι επιστήμονες ιατροί κατά την επανάσταση του 1821»
Κατά τα τελευταία χρόνια της προεπαναστατικής περιόδου ο αριθμός των ιατρών, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες περίπου 1.000.000 κατοίκων, δεν υπερέβαινε τους 90. Μετά την επανάσταση και με την άφιξη στην Ελλάδα Ελλήνων και φιλελλήνων ιατρών από το εξωτερικό, ο συνολικός αριθμός τους ουδέποτε υπερέβη τους 500, ενώ οι υπάρχουσες ανάγκες λόγω του πλήθους των τραυματιών από τις πολεμικές διενέξεις και των ασθενών από την εκδήλωση επιδημιών υπήρξαν τεράστιες.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όπως εξήγησε ο καθηγητής, αρκετοί νέοι από διάφορες περιοχές της υπόδουλης Ελλάδος, προερχόμενοι σχεδόν αποκλειστικά από εύπορες αστικές οικογένειες, έσπευδαν σε πανεπιστήμια ευρωπαϊκών πόλεων για να σπουδάσουν, κατά προτίμηση Ιατρική. Κατά τον Κοραή «…θηριώδες έθνος εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα».
Τα πανεπιστήμια επιλογής των Ελλήνων για ιατρικές σπουδές ήταν κυρίως της Πάδοβας, της Παβίας, της Πίζας και της Βιέννης, από τα οποία αποφοιτούντες με διπλώματα που έφεραν την αναφορά «Natione Graecus», επέστρεφαν στην υπόδουλη πατρίδα και συνέτειναν στο να αμβλύνουν τον πόνο των ραγιάδων αδελφών τους και στο να διατηρήσουν άσβεστη την πίστη στην ελευθερία. Κάποιοι εξ αυτών, ανερχόμενοι στην κλίμακα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέκτησαν αξιώματα, όπως οι γιατροί Μαυροκορδάτος και Νικούσιος που έγιναν Μεγάλοι Διερμηνείς. Ορισμένοι, όπως ο Ηπίτης οργάνωσαν φιλελληνικά κομιτάτα στην Ευρώπη. Άλλοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής κατέστησαν διαφωτιστές του έθνους ή πολιτικοί της επανάστασης, όπως ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Ι. Κωλέττης.
Τον Ρήγα Φεραίο τον πλαισίωσαν και τον στήριξαν στους αγώνες του οι ιατροί Εμμανουήλ Ιωάννης από την Καστοριά, Πολύζος Νικόλαος, Κυρίτσης Ιωάννης, Νικολαΐδης Δημήτριος, Φράγκος Πέτρος και οι φοιτητές της Ιατρικής Καρακάσης Κωνσταντίνος, Περραιβός Χριστόφορος και Σακελλάριος Γεώργιος. Στη Φιλική Εταιρεία συμμετείχαν ως μέλη δεκάδες ιατροί, ενώ αρκετοί υπήρξαν ευεργέτες του αγώνα όπως ο Αρσάκης από την Ήπειρο, ο Δελλαπόρτας από την Κεφαλλονιά, ο Σακελλάριος από την Κοζάνη και ο Φλέβας από τη Νάουσα. Τέλος, ιατρός ήταν ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας.
Από τους επιστήμονες ιατρούς, λίγοι σχετικά, επέλεξαν να εμπλακούν στο ένοπλο σκέλος της εθνεγερσίας και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους αγωνιστές της επανάστασης. Όσοι τελικά ενεπλάκησαν, ασχολήθηκαν περισσότερο με την αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων και ελάχιστα με τη φροντίδα τραυμάτων και κακώσεων, με συνέπεια η ιατρονοσηλευτική περίθαλψη να στηριχθεί σε φιλέλληνες αλλοδαπούς ιατρούς και κυρίως στους λεγόμενους πρακτικούς ή εμπειρικούς ιατρούς, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τους κομπογιαννίτες και τους τσαρλατάνους
«Οι πρακτικοί ιατροί κατά την επανάσταση του 1821»
Οι πρακτικοί ή εμπειρικοί ιατροί ασκούσαν τη λεγόμενη «Δημώδη Ιατρική», κυρίως στις ορεινές περιοχές της χώρας. Ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στην ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων, στην περιποίηση τραυμάτων και στην πραγματοποίηση μικροεπεμβάσεων, με συνέπεια να καλούνται και «ιατροχειρουργοί».
Τους αποκαλούσαν, επίσης, «ιατροφαρμακοποιούς», γιατί, εκτός των ιατρικών πράξεων που επιτελούσαν, παρασκεύαζαν φάρμακα και συνέλεγαν βότανα, τα οποία χορηγούσαν, κατά περίπτωση, σε ασθενείς και τραυματίες. Οι πρακτικοί ιατροί διακρίνονταν σε εξοχότατους, σε καλογιατρούς και βοτανοπώλες και έχαιραν εκτίμησης, διότι ήταν κοντά στους απλούς ανθρώπους στους οποίους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους χωρίς ή με συμβολική αμοιβή.
«Κομπογιαννίτες και τσαρλατάνοι»
Παράλληλα με τους επιστήμονες και τους πρακτικούς ιατρούς ασκούσαν ιατρικές πράξεις και χορηγούσαν φαρμακευτικά παρασκευάσματα, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, κομπογιαννίτες και τσαρλατάνοι.
Οι κομπογιαννίτες και οι τσαρλατάνοι ήταν ψευτογιατροί με ενδιαφέρον αποκλειστικά επικεντρωμένο στο οικονομικό όφελος και με τάση να περιαυτολογούν για τις θεραπευτικές τους επιτυχίες σε βαθμό τερατολογίας. Έφεραν ειδική ένδυση και κάλυπταν το κεφάλι τους με σαμαροκάλπακο στο οποίο τοποθετούσαν, εμφανώς, φάρμακα πρώτης ανάγκης. Σε άλλες περιπτώσεις τοποθετούσαν τα φάρμακα σε σακούλες, τις οποίες κρεμούσαν σε εμφανή σημεία της ένδυσής τους και για το λόγο αυτό ονομάζονταν και σακουλαραίοι. Συνήθως είχαν ως συνοδεία έναν βοηθό, ο οποίος διαλαλούσε «γιατρός! γιατρικά! βότανα για κάθε αρρώστια!», ενώ μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερη συντεχνιακή διάλεκτο.
Οι κομπογιαννίτες και οι τσαρλατάνοι είχαν, επίσης, τα προσωνύμια «Βικογιατροί», όταν συγκέντρωναν βότανα από την κοιλάδα του Βίκου ή «Ματσοκάριδες» γιατί κρατούσαν ρόπαλο (mazuca), κυρίως για να αμύνονται από τις επιθέσεις των συγγενών του ασθενούς, σε περίπτωση αποτυχίας της θεραπείας που εφάρμοζαν.
Η θεραπευτική αγωγή που συνιστούσαν, απαιτούσε αφενός υλικά για την παρασκευή φαρμάκων, τα οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν και αφετέρου υιοθέτηση οδηγιών ιδιαίτερα πολύπλοκων στην εφαρμογή τους, ώστε σε περίπτωση κακής έκβασης της ασθένειας η ευθύνη να βαρύνει τον ασθενή και τους οικείους του.
«Υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη»
Σε ό,τι αφορά παρεχόμενη υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη, κατά την περίοδο της εθνικής παλιγγενεσίας, ο κ. Δαρδαβέσης επισήμανε ότι ήταν ανάλογη με το υφιστάμενο επίπεδο των ιατρικών γνώσεων της εποχής. Ιατρικές πράξεις και διαδικασίες όπως είναι η χορήγηση αναισθησίας, η μετάγγιση αίματος, η ασηψία, η αντισηψία και άλλες, ήταν παντελώς άγνωστες και η συνεισφορά του υγειονομικού προσωπικού στην περίθαλψη των τραυματιών και των ασθενών υποτυπώδης.
Στα πεδία των μαχών οι ελαφρά τραυματισμένοι ετύγχαναν φροντίδας, επί τόπου, από τους συμπολεμιστές τους, ενώ οι φέροντες βαριά τραύματα διακομίζονταν προς νοσηλεία σε μοναστήρια όπως η Μονή του Ομπλού, της Βελανιδιάς και άλλες και αργότερα σε υποτυπώδη νοσοκομεία, τα οποία εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να συγκροτούνται.
Η φροντίδα των τραυμάτων περιλάμβανε καθαρισμό της εξωτερικής τους επιφάνειας με ρακή και εισαγωγή στο εσωτερικό τους αλοιφής παρασκευασμένης από λεύκωμα αυγού αναμεμιγμένου με κοινό λάδι και ρακή. Στη συνέχεια ετίθετο επί του τραύματος αλοιφή παρασκευασμένη από σαπούνι και ρακή και ακολουθούσε, κατά διαλείμματα η επίβρεξή του με ρακή, που φαίνεται ότι ήταν θεραπευτικό μέσο συνεχούς χρήσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις απολύμαναν την πληγή με καυτό λίπος, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Μακρυγιάννης: «…Της έβγαλα το παλούκι από το ποδάρι της και το ζεμάτισα με ξύγκι. Όμως έγινε τούμπανο…».
Η επίδεση του τραύματος, ανεξάρτητα του βαθμού της σοβαρότητάς του, πραγματοποιείτο με ταινίες υφάσματος και μικρά καλάμια ή νάρθηκες κατασκευασμένους από ξύλο ή ναστόχαρτο. Για την αιμόσταση των μεγάλων αγγείων χρησιμοποιείτο πυρακτωμένο σίδερο, για την αιμόσταση των τριχοειδών οινόπνευμα, ενώ για τον έλεγχο των αιμοπτύσεων λόγω τραυμάτων του θώρακα χορηγείτο ζεσταμένο κρασί αναμεμιγμένο με κοινό βούτυρο. Για τη συρραφή τραυμάτων, εκτός της κλασσικής τεχνικής με τη χρήση βελόνας και κοινής κλωστής, αναφέρεται από το Στρατηγό Μακρυγιάννη στα «Απομνημονεύματά» του, η χρήση κεφαλών μυρμήγκων.
Για τη συγκεκριμένη πρακτική της συρραφής των τραυμάτων ο Γιάννης Βλαχογιάννης σημειώνει τα εξής: «Η διά των κεφαλών των μυρμήγκων ραφή τραυμάτων, γνώριμος τοις εμπειρικοίς ιατροίς των χρόνων εκείνων, εγίνετο ως εξής: Προσαγόμενοι μεγάλοι ζωντανοί μέρμηγκες, έδακνον τα χείλη του τραύματος, κεκλεισμένα, αμέσως δι’ αποκοπτομένου του σώματος αυτών, έμενεν η κεφαλή σχηματίζουσα ούτω βελονιάν ικανώς ισχυράν».
«Καλό βόλι» σήμαινε και έναν γρήγορο, ανώδυνο θάνατο
Η θεραπευτική προσέγγιση παθολογικών καταστάσεων, όπως ανέφερε στην ομιλία του ο καθηγητής, είχε χαρακτήρα εμπειρικό και υποτυπώδη. Ενδεικτικά αναφέροντας, οι συστάσεις για την αντιμετώπιση των πυρετών αφορούσαν σε μαλάξεις με λάδι και για τις γριππώδεις συνδρομές χορήγηση αφεψήματος ξηρών σύκων και ξυλοκεράτων ή ζεσταμένου κρασιού με πιπέρι. Για την αντιμετώπιση των οιδημάτων και των μωλώπων χρησιμοποιείτο ζεστό βούτυρο.
Τα φάρμακα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες ιατροί και πολλοί από τους εμπειρικούς, ήταν κυρίως δρόγες (αλόη, θεριακή, κάρδαμο, κίνα, πιπερόριζα, σαμπούκο, σαρκοτρόφι, σίλφιο κ.ά.), η χρήση των οποίων ανάγεται στην εποχή του Διοσκουρίδη και η εντόπισή τους είναι εύκολη στη χλωρίδα της ελληνικής υπαίθρου. Ήταν, επίσης, ορισμένες φαρμακευτικές και χημικές ουσίες (άλας αψινθίας, βόραξ, γόμμα Αραβική, εμετική τρυξ, μίνιον, νίτριον, οξύμελι κ.ά.) και διάφορα σκευάσματα (balsamo di Tolu, elixir propriepatis, laudano di Barbaro κ.ά.), τα οποία προμηθεύονταν, όταν είχαν τη δυνατότητα από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τα Επτάνησα και την Τεργέστη.
Εκτός των προαναφερθέντων δρογών, φαρμακευτικών και χημικών ουσιών, παρασκευάζονταν και ορισμένα φάρμακα βασισμένα σε μυστικές συνταγές, κυρίως από διάφορους εμπειρικούς γιατρούς, κομπογιαννίτες και τσαρλατάνους, οι οποίοι μετέδιδαν το μυστικό της σύνθεσης και της παρασκευής μόνο στους απογόνους τους.
Ως υπνωτικό χρησιμοποιείτο το αφιόνι, για το οποίο το ΙΕ΄ άρθρο του συμφωνητικού, που υπέγραψαν οι αρχηγοί της Φρουράς του Μεσολογγίου πριν από την ηρωική έξοδο, αναφέρει: «…Τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτειδιάσει για να μη κλαίνε». Για τα οιδήματα των κάτω άκρων χρησιμοποιείτο αλατόνερο. Ως εμετικό χρησιμοποιούνταν «κόκοι τάταρου».
Η έλλειψη φαρμάκων και υγειονομικού υλικού ήταν συχνότατη. Οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη Αθηνών αναφέρουν σε έγγραφό τους προς τη Διοίκηση, με ημερομηνία 17-02-1827, τα εξής: «…Οι άρρωστοι αποθαίνουν αδίκως με το να μην έχουν τα αναγκαία τους· σχεδόν τίποτε, τόσον και λαβωμένοι δεν έχουν ούτε αλοιφή ούτε ξαντό, ούτε δεσίματα, αλλά βρωμίζουν και αποθαίνουν…». Τα προαναφερθέντα αναδεικνύουν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821 στο πεδίο της υγειονομικής περίθαλψης και φροντίδας των αγωνιστών της ελευθερίας. Για το λόγο αυτό η ευχή «Καλό βόλι» εξέφραζε, συν τοις άλλοις, και την επιθυμία για ένα γρήγορο, ανώδυνο και ηρωικό θάνατο.