Στην αποκέντρωση δομών και υπηρεσιών στη Δια Βίου Μάθηση (ΔΒΜ), προχωρά το υπουργείο Παιδείας, όπως είπε ο Κ. Αρβανιτόπουλος κατά τη χθεσινή εναρκτήρια συνεδρίαση του Συμβουλίου Δια Βίου Μάθησης και Σύνδεσης με την Απασχόληση, στην οποία παρουσιάστηκε η Έκθεση για την Ελλάδα, για το έτος 2012.
Ο υπουργός Παιδείας επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «σήμερα, 126 δήμοι σε όλη τη χώρα έχουν ιδρύσει Κέντρα Δια Βίου Μάθησης για την εκπαίδευση ενηλίκων και, από τον Σεπτέμβρη του 2013, τα δημόσια ΙΕΚ περνούν στις Περιφέρειες, με στόχο την ουσιαστική τους αναβάθμιση, αλλά και κυριότερα, την ενίσχυση των τοπικών παραγωγικών δυνάμεων μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Η συγκρότηση του Συμβουλίου Δια Βίου Μάθησης και Σύνδεσης με την Απασχόληση είναι, χωρίς αμφιβολία, μια εξαιρετική πρωτοβουλία». Υπογράμμισε ότι «συνηθίζουμε, όμως, στην Ελλάδα, οι καλές πρωτοβουλίες να μένουν στα χαρτιά, να είναι σχεδιασμοί επί χάρτου. Φτάσαμε λοιπόν, σε ένα σημείο που δεν διαθέτουμε την “πολυτέλεια” πια, να σχεδιάζουμε και να μην εφαρμόζουμε. Γι αυτό, στο υπουργείο Παιδείας αξιοποιούμε κάθε συνέργεια, κάθε συνένωση δυνάμεων που μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Γι’ αυτό, η συνεργασία μας δεν ολοκληρώνεται σε αυτήν εδώ τη συνεδρίαση. Η Δια Βίου Μάθηση απαιτεί συνεχή συνεργασία, μια συνεχή διεργασία».
Σημειώνεται ότι, όπως είπε ο υπουργός, «ως «Δια Βίου Μάθηση» ορίζονται όλες οι μορφές των μαθησιακών δραστηριοτήτων στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, αυτές που αποσκοπούν στην απόκτηση ή την ανάπτυξη των γνώσεων, των δεξιοτήτων, των ικανοτήτων, αυτές που συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, αυτές που συμβάλλουν στην επαγγελματική ένταξη και εξέλιξη του κάθε ατόμου, στην κοινωνική συνοχή εν γένει, στην ανάπτυξη της ικανότητας της ενεργού συμμετοχής στα κοινά, αλλά και στην κοινωνική, οικονομική και την πολιτιστική ανάπτυξη. Η Δια Βίου Μάθηση περιλαμβάνει και την τυπική εκπαίδευση, τη μη τυπική εκπαίδευση και την άτυπη μάθηση».
Τόνισε, επίσης, ότι «οι πολιτικές της “Δια Βίου” αποτελούν σήμερα προτεραιότητα, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε διεθνές επίπεδο και στοχεύουν στην αύξηση της απασχόλησης, στην οικονομική ευημερία και στην πλήρη συμμετοχή του ατόμου στην κοινωνία».
Εξάλλου, η Δια Βίου Μάθηση μπορεί να συμβάλει στην υπέρβαση της κρίσης. Κι αυτό, γιατί, όπως υπογράμμισε ο Κ. Αρβανιτόπουλος, «είναι άρρηκτα και άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική ανάπτυξη και τις προοπτικές απασχόλησης, γιατί παρέχει τη δυνατότητα έγκαιρης ανταπόκρισης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Δίνουμε, λοιπόν, έμφαση στην αναβάθμιση των προσόντων του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας και δίνουμε έμφαση στη σύνδεση των παρεχόμενων προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Επίσης, η Διά Βίου Μάθηση αφορά στην οικονομία και στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, γιατί μέσω της αρχικής αλλά και της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης μπορούν να υπηρετηθούν αναπτυξιακοί στόχοι, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη, η δημιουργία, για παράδειγμα, χαμηλών εκπομπών άνθρακα μέσω της στροφής σε τεχνικά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης. Έρχεται, λοιπόν, η Δια Βίου Μάθηση να χτίσει γέφυρες ανάμεσα σε δύο χώρους, που για πολλά χρόνια στη χώρα μας λειτουργούν παράλληλα, χωρίς να συναντώνται: ο χώρος της εκπαίδευσης και ο χώρος της εργασίας, ο χώρος της οικονομίας».
Παρουσιάζοντας τις δράσεις ΔΒΜ που αναπτύχθηκαν το 2012, η γενική γραμματέας Ελ. Καρατζόλα είπε, μεταξύ άλλων, ότι «οι προκλήσεις που ανακύπτουν είναι η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής, η διυπουργική συνεργασία για τον συντονισμό σε εθνικό επίπεδο για τα θέματα της ΔΒΜ, η πιστοποίηση παρόχων και η ένταξή τους στο Εθνικό Δίκτυο και στο μητρώο φορέων ΔΒΜ και η δικτύωσή τους. Η αξιοποίηση των συνεργειών μεταξύ φορέων δικτύωσης και παρόχων, με την παράλληλη εξοικονόμηση πόρων, η στρατηγική αναδιοργάνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας, καθώς και η σύνδεση με την απασχόληση».