«Οφείλω να ομολογήσω και ως εκ της ιδιότητός μου, ότι η ορθόδοξη χριστιανοσύνη και ιδίως η Εκκλησία μας μένει πίστη και στο κήρυγμα και στα διδάγματα του πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου. Και οφείλω να καταθέσω εδώ και τούτο, το οποίο νομίζω έχει μεγαλύτερη σημασία όταν εκπορεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: Ότι όλοι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το τι θετικά έχει συνεισφέρει για το λαό μας και το έθνος μας η αγαστή συμπόρευση Εκκλησίας-Πολιτείας και λαού όλα αυτά τα χρόνια».
Αυτά τόνισε μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την διάρκεια της αντιφώνησής του στο γεύμα που παρέθεσε σήμερα το μεσημέρι στην Πάτρα ο μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος, με αφορμή τον εορτασμό του πολιούχου, Αγίου Ανδρέου.
Στην συνέχεια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «αυτή η συμπόρευση και αυτή η κοινή δημιουργία σε κρίσιμες στιγμές και ιδίως σε χαλεπούς καιρούς αποτυπώνεται από τότε που υπήρξαν τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα -μέσα στα Συντάγματά μας- έως σήμερα, και αποτυπώνεται όχι ως κανόνας δικαίου όχι ως δέον γενέσθαι με την έννοια της κανονιστικής ρύθμισης, αλλά αποτυπώνεται ως ιστορική αλήθεια».
«Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί μπορείς να αλλάζεις κατά το δοκούν και σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος τις διατάξεις εκείνες οι οποίες έχουν κανονιστικό περιεχόμενο, όμως δεν μπορείς να αλλάζεις διατάξεις, οι οποίες αποτυπώνουν μία ιστορική αλήθεια, η οποία παραμένει πάντοτε χωρίς να έχει τίποτε αλλάξει» προσέθεσε και εξήγησε: «Και το λέω αυτό, γιατί η αναγνώριση αυτού του ρόλου της Εκκλησίας στην πορεία του λαού μας και του έθνους μας, δεν αφορά μόνο εκείνους που πιστεύουν, αλλά επειδή συνιστά ιστορική αλήθεια, αφορά τους πάντες, για αυτό -το τονίζω- σε όλες τις αναθεωρήσεις των Συνταγμάτων, αλλά ακόμη και σε συντακτικές συνελεύσεις, το ζήτημα αυτό έχει ομολογηθεί από όλους εκείνους που θέσπισαν αναθεωρήσεις, ανεξάρτητα από το πίστευαν ή όχι».
Αυτήν την παρακαταθήκη, συμπλήρωσε ο Προκόπης Παυλόπουλος, «οφείλουμε να τη διατηρήσουμε και χαίρομαι διότι ως προς αυτό, υπάρχει μία ευρύτατη συναίνεση, κάτι το οποίο είναι απόλυτα θετικό για την πορεία του λαού μας και του έθνους μας, σε αυτούς τους καιρούς που έχουμε να διανύσουμε στο μέλλον».
Μάλιστα όπως υπογράμμισε σε αυτό το σημείο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «έχω χρέος να αναδείξω τι είναι εκείνο το οποίο δεν μπορεί με βάση τις διατάξεις των Συνταγμάτων και του ισχύοντος Συντάγματος να αμφισβητήσει κανείς σήμερα» και εξήγησε: «Το πρώτο είναι γνωστό, ποιος υπήρξε ο ρόλος της Εκκλησίας και ιδίως εδώ στην Αχαΐα, εδώ δίπλα είναι τα Καλάβρυτα, είναι γνωστός ο ρόλος της Εκκλησίας σε ό,τι αφορά και την έκρηξη της εθνεγερσίας και την περαιτέρω πορεία, γιατί ο ρόλος αυτός υπήρξε ενεργός, καθοριστικός και πριν από την από την έκρηξη εθνεγερσίας και κατά τη διάρκεια της εθνεγερσίας και κατά τη δημιουργία και την πορεία του νεότερου ελληνικού κράτους».
Η Εκκλησία, συνέχισε, «υπήρξε πάντοτε παρούσα σε όλους τους μεγάλους εθνικούς αγώνες, υπό την ευρεία έννοια του ρόλου, και δεύτερο που εξηγεί γιατί μένω στην έννοια των εθνικών αγώνων, υπό την ευρεία του όρου έννοια, που δεν περιλαμβάνουν μόνο την υπεράσπιση πατρίδας, αλλά και την υπεράσπιση της κοινωνίας μας».
Σε αυτό το σημείο, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στον ρόλο της Εκκλησίας κατά την κρίση και είπε: «Έχουμε όλη την εμπειρία σε όλη αυτή τη δίνη την οποία βιώσαμε και εν μέρει βιώνουμε ακόμα, σε ό,τι αφορά την οικονομική και την κοινωνική κρίση του τόπου μας. Κρίση κοινωνική και οικονομική, η οποία έφτασε ως τα θεμέλια αυτού τούτου του κοινωνικού μας ιστού και απείλησε και με την έκρηξη της κοινωνίας μας και με την ρήξη του κοινωνικού μας ιστού. Μέσα σε αυτή την κρίση ο ρόλος της Εκκλησίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και την απόδοση της κοινωνικής δικαιοσύνης, υπήρξε κορυφαίος. Όλοι γνωρίζουμε ποιος υπήρξε ο ρόλος αυτός, ποια υπήρξε η συμπαράσταση της Εκκλησίας στο χειμαζόμενο λαό, ιδίως στους οικονομικά ασθενέστερους.
Ήταν τόσο δε περισσότερο ουσιαστικός ρόλος αυτός, όσο όπως όλοι γνωρίζουμε, λόγω ακριβώς των δεδομένων της οικονομικής κρίσης, το κράτος δεν θα μπορούσε από μόνο του να στηρίξει το κοινωνικό κράτος, το οποίο κατέρρεε. Άρα εδώ πρέπει να αποδεχθούμε όλοι, πιστεύοντες και μη, γιατί δεν είναι ζήτημα ομολογίας πίστεως, αλλά ομολογίας ιστορικής αλήθειας, ότι η Εκκλησία συνέβαλε ουσιωδώς στο να μπορούμε σήμερα να βλέπουμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον του τόπου μας και του λαού μας.
Και αυτή η συμπόρευση πρέπει να συνεχιστεί. Άξια λοιπόν η Εκκλησία γιατί εδώ τήρησε δύο σημαντικές αρχές που απορρέουν από τη χριστιανική διδασκαλία, και είναι θα έλεγα η πεμπτουσία της χριστιανικής διδασκαλίας, ιδίως της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας. Η Εκκλησία έμεινε πιστή στο αγαπάτε αλλήλους στην ύψιστη αρχή της αλληλεγγύης και όχι μόνον αυτό, αλλά μέσα από την υπέρβαση φτάνει, έφτασε είμαι βέβαιος ότι θα καταλήξει να φτάσει οριστικά στην εμπέδωση της δεύτερης μεγάλης αλήθειας του “Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν”, που είναι η υπέρτατη αρχή της οικιώσεως».