Με περισσότερες από 450.000 ζεστές λαγάνες έτοιμες προς κατανάλωση, οι αρτοποιοί του Νομού Θεσσαλονίκης δηλώνουν και φέτος αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν το γεγονός ότι την Καθαρά Δευτέρα τα υπόλοιπα καταστήματα πώλησης και αρτοποιημάτων είναι κλειστά, προκειμένου -όπως αναφέρουν οι εκπρόσωποί τους- να υπενθυμίσουν στους Βορειοελλαδίτες καταναλωτές τι σημαίνει φρέσκο και παραδοσιακό. Μάλιστα κρατούν σταθερές τις τιμές τους, στα 2 ευρώ/τεμάχιο.
Βέβαια, όπως έσπευσε να επισημάνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών Νομού Θεσσαλονίκης «Ο Προφήτης Ηλίας», Έλσα Κουκουμέρια, «τα 2 ευρώ είναι ο πυρήνας της τιμολογιακής πολιτικής που ακολουθείται την Καθαρά Δευτέρα», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείονται κάποιες διακυμάνσεις. Στο πλαίσιο αυτό διευκρίνισε ότι δεν αποκλείεται η τελική τιμή της λαγάνας να καταγραφεί ακριβότερη ως και 10 λεπτά σε κάποιους φούρνους, αφού όπως σημείωσε «η διαμόρφωση του τελικού κόστους της είναι στη διακριτική ευχέρεια του φούρναρη, ο οποίος ναι μεν θέλει να διατηρήσει ή και να αυξήσει την πελατεία του, αλλά φροντίζει τουλάχιστον να μην βουλιάξει ακόμη πιο βαθιά στα χρέη».
Χαρακτηριστικά η κ. Κουκουμέρια σημείωσε ότι «την Καθαρά Δευτέρα, θα πρέπει ο κάθε φούρνος να δουλέψει από τις 21.00 το βράδυ της Κυριακής, μέχρι τις 15.00 το μεσημέρι της επομένης», προκειμένου να ανταποκριθεί στη μεγάλη ζήτηση. «Όπως γίνεται αντιληπτό», πρόσθεσε, «για να ψηθούν οι ποσότητες που απαιτούνται (ως και 700 τεμάχια η μέση κατανάλωση ανά μαγαζί), θα πρέπει ο φούρναρης να πληρώσει τριπλό μεροκάματο, τη στιγμή που το περιθώριο κέρδους για τον αρτοποιό είναι συμπιεσμένο».
Όπως εξήγησε, την ημέρα της Καθαράς Δευτέρα, έξω από τους φούρνους μπορεί να γίνεται «λαϊκό προσκύνημα», αλλά «στην τσέπη του φούρναρη ζήτημα να μπαίνουν 20 λεπτά/τεμάχιο και το ποσό αυτό δεν αποτελεί καν καθαρό κέρδος, αφού δεν συνυπολογίζονται τα εργατικά και οι οικονομικές υποχρεώσεις». Χαρακτηριστικά ανέφερε: «το 69,5% επί της τιμής του κάθε προϊόντος που πουλάμε, πάει απευθείας στο κράτος».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κ.Κουκουμέρια επισήμανε ότι δυστυχώς οι Έλληνες καταναλωτές εξακολουθούν να μην είναι «εκπαιδευμένοι» στην αγορά ψωμιού, αφού συχνά αγοράζουν κατεψυγμένο χωρίς να το γνωρίζουν. «Διαπιστώνουμε κάθε χρόνο το ίδιο σκηνικό να επαναλαμβάνεται. Επειδή ακριβώς την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας τα περισσότερα καταστήματα είναι κλειστά, οι καταναλωτές προμηθεύονται από το φούρνο το φρέσκο και παραδοσιακό και μετά, για έναν μήνα τουλάχιστον, μάς προτιμούν στις αγορές τους, αφού φυσικά καταλαβαίνουν τη διαφορά στον ουρανίσκο τους».
«Εμπλουτισμένη» ή παραδοσιακή λαγάνα;
Αναφορικά με τις …εμπλουτισμένες λαγάνες που κυκλοφορούν, με λιαστή τομάτα και ελιά ή και άλλα είδη, η ίδια σημείωσε «το μάρκετινγκ δεν έχει μόνο θετικό αντίκτυπο. Και όταν μιλάμε για αλλοίωση των εθίμων και της παράδοσης, εμένα δεν με βρίσκει σύμφωνη». Επισήμανε, δε, ότι ορισμένα αρτοποιεία στο Νομό Θεσσαλονίκης δοκιμάζουν «προσμίξεις» για χάρη του μάρκετινγκ, αλλά γενικά, όπως τόνισε «είμαστε παραδοσιακοί στις προτιμήσεις μας. Ο κύριος όγκος αφορά σε παραδοσιακό προϊόν τόσο σε επίπεδο κατασκευής, όσο και κατανάλωσης».
Συνολικά, στην Ελλάδα λειτουργούν περίπου 144.000 φούρνοι οικογενειακού τύπου, ενώ στον νομό Θεσσαλονίκης τα αρτοποιεία ανέρχονται σε 646, από τα οποία τα 460 βρίσκονται εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος και ο αριθμός εργαζομένων σε αυτά υπολογίζεται σε 2.500 με 3.000 άτομα.
Το…παραδοσιακό έθιμο της λαγάνας
Το παραδοσιακό έθιμο της λαγάνας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο νηστίσιμο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας. Η λαγάνα είναι άζυμος άρτος, που σημαίνει ότι παρασκευάζεται χωρίς προζύμι και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, υπό την καθοδήγηση του Μωυσή. Έκτοτε, επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.
Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις “Εκκλησιάζουσες” λέει «Λαγάνα πέττεται», ενώ ο Οράτιος στα κείμενά του, αναφέρει τη λαγάνα ως «Το γλύκισμα των φτωχών».
Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι από τον αρτοποιό της γειτονιάς, τραγανή λαχταριστή και σουσαμένια και να καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής.
Γιατί η συγκεκριμένη Δευτέρα λέγεται «Καθαρά»; Η ονομασία προήλθε από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, ως «ημέρα κάθαρσης». Στη συνέχεια τα κρεμούσαν στη θέση τους, όπου και παρέμεναν μέχρι τη λήξη της νηστείας. Επίσης, κατά την ημέρα αυτή εξέρχονταν όλοι οικογενειακώς στην ύπαιθρο και έστρωναν κάτω στη γη και έτρωγαν νηστίσιμα φαγητά όπως χαλβά, ελιές, ταραμά και -φυσικά- λαγάνα.