«Το Σύνταγμα επιτάσσει ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και σε περίπτωση νέας μείωσης των αποδοχών θα είναι αμφίβολη η επιδιωκόμενη επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης».
Αυτό επισημαίνουν σε κοινή επιστολή προς τον πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο οι πρόεδροι των έξι δικαστικών Ενώσεων, την οποία κοινοποιούν και στους αρχηγούς των κομμάτων.
Οι πρόεδροι των Ενώσεων αναφέρουν στην επιστολή τους ότι σύμφωνα με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επίκεινται μειώσεις των ειδικών μισθολογίων, όπως είναι αυτό των δικαστικών λειτουργών. Για το λόγο αυτό απέστειλαν την επιστολή, επικαλούμενοι πέντε λόγους που δεν πρέπει να υποστούν νέες μειώσεις οι αποδοχές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Οι λόγοι που προβάλλουν είναι:
«α) Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών δεν καθορίζονται από ειδικό μισθολόγιο που ο κοινός νομοθέτης έχει θεσπίσει, αλλά καθορίζονται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 88 παράγραφος 2 και 99 του Συντάγματος). Συνεπώς, ο συνταγματικός νομοθέτης επιτάσσει ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση για τους δικαστικούς λειτουργούς, η οποία συνάδει με το λειτούργημά τους και τη διάκριση των εξουσιών και ως εκ τούτου δεν νοείται ταύτιση των δικαστικών λειτουργών με οποιαδήποτε άλλη κατηγορία υπαλλήλων και λειτουργών, οι οποίοι δεν αποτελούν άμεσα όργανα του κράτους.
β) Οι αποδοχές μας μέχρι σήμερα έχουν μειωθεί κατά 40%, χωρίς να υπολογίζεται η περικοπή των μισθολογικών προαγωγών (ωριμάνσεων). Να σημειωθεί ότι οι μηνιαίες καθαρές αποδοχές του νεοδιοριζόμενου δικαστικού λειτουργού ανέρχονται σε περίπου 1.800 ευρώ.
γ) Οι δικαστικοί λειτουργοί εισέρχονται στη Σχολή Δικαστών μετά το 28ο έτος της ηλικίας τους και διορίζονται ως τέτοιοι μετά το 30ο έτος, όταν οι πτυχιούχοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα έχουν ήδη υπηρεσία 6-8 ετών.
δ) Οι δικαστικοί λειτουργοί δεν υπηρετούν στον τόπο καταγωγής τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται (δαπάνες διαμονής και μετακίνησης), ούτε επιτρέπεται να ασκούν άλλη εργασία.
ε) Τμήμα των αποδοχών τους αποτελεί η αποζημίωση για: 1) την ίδρυση και οργάνωση, κατ’ οίκον, βιβλιοθήκης και γραφείου, που συνεπάγεται δαπάνες (λειτουργικά έξοδα, καταβολή μισθώματος κ.λπ.) και 2) την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, που σημαίνει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν εργάζονται σύμφωνα με το δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, αλλά πέραν αυτού (απογεύματα, εορτές, Σαββατοκύριακα), για να διεκπεραιώνουν ταχύτερα τις υποθέσεις».
«Αν υποστούμε και άλλες περικοπές, θα τεθεί εν αμφιβόλω η, επιδιωκόμενη από όλους μας, ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης, αφού, κατ΄ ανάγκη, θα επέλθει αλλαγή των συνθηκών, ως προς το χρόνο και τον τόπο απονομής της, για την συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων του πρώτου και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας» υπογραμμίζουν οι δικαστές στην επιστολή και επισημαίνουν:
«Πιστεύουμε ότι βασικό στοιχείο της Δημοκρατίας μας είναι η ποιοτική απονομή της Δικαιοσύνης. Συνέπεια αυτής της παραδοχής είναι ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται το αγαθό της ως οικονομικό μέγεθος που πρέπει να ισοσκελίζει εισπράξεις και δαπάνες. Και κατά λογική ακολουθία, όταν εκ του Συντάγματος οι πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων μπορούν να είναι υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί αύριο, δεν πρέπει και οι λειτουργοί της να αντιμετωπίζονται ως απλά όργανα της δημόσιας διοίκησης» λένε οι δικαστές.
Επτά μέλη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει, σε ανακοίνωσή της, την έντονη αντίδραση και διαμαρτυρία της για την σκληρότητα και την συχνότητα των οικονομικών μέτρων που επιβάλλονται σε βάρος των Ελλήνων πολιτών. Απευθυνόμενοι στους δανειστές μας υπογραμμίζουν ότι «η Ελλάδα αξίζει σεβασμού, διότι είναι η χώρα που έδωσε τα φώτα του πολιτισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη».