Μόνον όσοι δεν ξέρουν την πραγματικότητα, που επικρατεί στην αγορά, πέφτουν από τα σύννεφα όταν ακούν για κυκλώματα τοκογλυφίας. Μάλιστα σε συνθήκες έλλειψης ρευστότητας διαμορφώνεται τάση πολλαπλασιασμού τους σαν τα κεφάλια της Λερναίας Υδρας.
Μετά τις τέσσερις συμμορίες, που εξαρθρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο στόχαστρο του ΣΔΟΕ έχουν μπει άλλα δύο κυκλώματα τοκογλυφίας. Δραστηριοποιούνται στην Αττική και στον Βόλο.
Όπως αναφέρει το Έθνος του Σαββάτου, οι ρίζες της τοκογλυφίας χάνονται στην αρχαιότητα. Οι πρώτοι βλαστοί της ξεπρόβαλαν λίγο μετά την εμφάνιση του χρήματος. Τον 7ο π.Χ. αιώνα, στην Αθήνα, η νομοθέτηση της σεισάχθειας από τον Σόλωνα είχε στόχο την απαλλαγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών από τα τοκογλυφικά χρέη. Κάτι ανάλογο έκανε και ο Ιούλιος Καίσαρ στη Ρώμη τον 1ο π.Χ. αιώνα.
Παρά τους απαγορευτικούς κανόνες, η τοκογλυφία γιγαντώθηκε στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού χιλιάδες δανειολήπτες, κυρίως αγρότες, σύρονταν στη δουλοπαροικία, επειδή αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Χρειάστηκε να παρέμβει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, για να διακόψει την πρακτική της χορήγησης δανείων με δυσβάστακτα επιτόκια.
Ο τόκος κατά τον Μεσαίωνα θεωρούνταν από τη Χριστιανική Εκκλησία ως κάτι γενικά ανήθικο, ανεπίτρεπτο, αμαρτωλό.
Ο εβραϊκός νόμος επίσης απαγόρευε τη χορήγηση δανείων με τόκο. Ομως με την πάροδο του χρόνου η απαγόρευση αυτή θεωρήθηκε ότι αφορούσε τους ομοεθνείς και ότι δεν απέκλειε τα δάνεια με τόκο προς χριστιανούς.
Με το πέρασμα του χρόνου οι πεποιθήσεις αυτές ατόνησαν. Σήμερα ο έντοκος δανεισμός, ακόμα και η τοκογλυφία, αποτελούν πρακτικές περισσότερο ή λιγότερο συνήθεις στον χριστιανικό και τον ιουδαϊκό κόσμο.
Αντίθετα, στα ισλαμικά κράτη η τοκοφορία αντίκειται στους νόμους και στη θρησκεία. Οι τράπεζες λειτουργούν με ειδικό καθεστώς. Από αυτόν τον κανόνα τείνει να ξεφύγει σήμερα η Τουρκία λόγω του πληθωρισμού. Τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών εκτινάσσονται στο 12%.
Το λήμμα τοκογλύφος προέρχεται από τις λέξεις τόκος και γλύφος (=χαράσσω, σκαλίζω). Αναφέρεται περιγραφικά στη συνήθεια των τοκογλύφων να χαράσσουν με τη γλυφίδα πάνω στο ξύλινο τραπέζι τους τόκους με τους οποίους επιβάρυναν τους πελάτες τους.