Επιστολή με αφορμή πληροφορίες που δεν έχουν μέχρι στιγμής διαψευσθεί και σύμφωνα με τις οποίες, η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τον «Εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών» εξαιρεί από το ρυθμιστικό της πεδίο τους δικηγόρους, αφού, ως προϋπόθεση υπαγωγής των φυσικών προσώπων στον εξωδικαστικό μηχανισμό, φέρεται να τίθεται η πτωχευτική τους ικανότητα, απέστειλε στον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημ. Παπαδημητρίου, Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Ο κ Αλεξανδρής τονίζει στην επιστολή, ότι η εξαίρεση των επιτηδευματιών (ατομικών επιχειρήσεων) που εκ του νόμου δεν διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα, όπως οι δικηγόροι, από την διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος τους, καθώς παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Ακολουθεί η επιστολή του Προέδρου του ΔΣΑ:
«Κύριε Υπουργέ,
Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, και δεν έχουν μέχρι στιγμής διαψευστεί, η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης για τον «Εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών» εξαιρεί από το ρυθμιστικό της πεδίο τους δικηγόρους. Συγκεκριμένα, ως προϋπόθεση υπαγωγής των φυσικών προσώπων στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών φέρεται να τίθεται η πτωχευτική τους ικανότητα. Κατ’ αποτέλεσμα εξαιρούνται φυσικά πρόσωπα, που αντιμετωπίζονται μεν φορολογικώς ως επιτηδευματίες (ατομικές επιχειρήσεις), πλην όμως δεν διαθέτουν εμπορική ιδιότητα, όπως οι δικηγόροι. Η εξαίρεση αυτή είναι αδικαιολόγητη, καθ’ όσον:
α. Στο πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου θα υπάγονται εν δυνάμει όλες οι οφειλές, είτε αυτές προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα, είτε όχι. Δεν σκοπείται δηλ. η ρύθμιση μόνο των εμπορικών χρεών, αλλά του συνόλου των χρεών του οφειλέτη. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η εξαίρεση των οφειλών των προσώπων που δεν διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα. Εξάλλου, η μη δυνατότητα ή ο αποκλεισμός των δικηγόρων να κάνουν χρήση του «εξωδικαστικού μηχανισμού» θα έχει ως πιθανή συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η ρύθμιση απαιτήσεων, οι οποίες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 (π.χ. αν έχουν αναληφθεί ή βεβαιωθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, εάν συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές κ.λπ.).
β. Κατά την συνεχιζόμενη ρύθμιση αποκλείεται η κατάθεση αίτησης εξωδικαστικής ρύθμισης, όταν ο οφειλέτης έχει υποβάλει προηγούμενη αίτηση για υπαγωγή στον ν. 3869/2010 ή έχει εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση. Όμως η δυνατότητα υπαγωγής στον ν. 3869/2010 των προσώπων, που δεν διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα, δεν δικαιολογεί την εξαίρεσή τους από την δυνατότητα εξωδικαστικής ρύθμισης.
γ. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης ερείδεται πρωτίστως στην ιδιωτική αυτονομία των συμμετεχόντων, καθώς, εφόσον τελεσφορήσει η διαπραγμάτευση και σχηματιστεί η αναγκαία πλειοψηφία των πιστωτών, καταρτίζεται σύμβαση αναδιάρθρωσης των οφειλών. Επομένως, η ως άνω νέα διαδικασία έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνη του ν. 3869/2010, όπου προέχον στοιχείο είναι η δικαστική ρύθμιση των χρεών. Εξάλλου, η υπάρχουσα δυνατότητα προδικαστικού συμβιβασμού του ν. 3869/2010 (εκτός από τη δικαστική ρύθμιση) δεν είναι βέβαιο ότι προσφέρει τα ίδια πλεονεκτήματα με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό (για τον οποίο δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί ούτε η διάρκεια της ρύθμισης, ούτε οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης αυτής).
δ. Οι προϋποθέσεις υπαγωγής στην διαδικασία του ν. 3869/2010 και του Εξωδικαστικού Μηχανισμού διαφέρουν ουσιωδώς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 προϋπόθεση υπαγωγής στο νόμο είναι η περιέλευση του αιτούντος σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Αντιθέτως, με βάση τον ΠτΚ, αίτηση πτώχευσης μπορεί να κατατεθεί από τον οφειλέτη και σε περίπτωση επαπειλούμενης αδυναμίας πληρωμής και – όλως προσφάτως με το ν. 4446/2016 – σε περίπτωση απλής πιθανότητας αφερεγγυότητας. Συνεπώς, εφόσον και η προωθούμενη ρύθμιση για τον εξωδικαστικό μηχανισμό θέτει ανάλογες με τον ΠτΚ πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις υπαγωγής, ή δεν θέτει καθόλου τέτοιες προϋποθέσεις, θα αποκλείονται οι δικηγόροι από το ευνοϊκότερο πλαίσιο του «Εξωδικαστικού Μηχανισμού».
ε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εξαίρεση των επιτηδευματιών (ατομικών επιχειρήσεων) που εκ του νόμου δεν διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα, όπως οι δικηγόροι, από την διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος τους. Παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης (Συντ. 4 παρ. 1), η οποία σε ό,τι αφορά μεν τις οφειλές προς το Δημόσιο και του ΦΚΑ εφαρμόζεται άμεσα, σε ό,τι αφορά δε τις ιδιωτικές απαιτήσεις τριτενεργεί (Συντ. 25).
1. Η πρόβλεψη προαιρετικής εκπροσώπησης των οφειλετών και των πιστωτών από δικηγόρο παραγνωρίζει τη σημασία του έργου του δικηγόρου και την ουσιώδη συνεισφορά του στη διαδικασία. Επισημαίνεται ότι η συμμετοχή του δικηγόρου είναι α) διασφαλιστική της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών, και β) εξισορροπητική της μεταξύ τους διαπραγματευτικής ανισότητας.
Η υποχρεωτική παράσταση – τουλάχιστον από την πλευρά του οφειλέτη – διασφαλίζει την τήρηση των απαιτήσεων του νόμου, την τύποις ορθή συμπλήρωση της αίτησης για εξωδικαστική ρύθμιση, την επιτυχή προώθηση της διαπραγμάτευσης και την αποφυγή τυχόν καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση αναδιάρθρωσης. Συνεπώς, αντί να αντιμετωπίζεται η παράσταση του δικηγόρου ως οικονομικό ή διαδικαστικό βάρος της διαδικασίας, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως λυδία λίθος της επιτυχούς έκβασης της εξωδικαστικής ρύθμισης. Σε κάθε περίπτωση, η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου μπορεί να συναρτηθεί με το συνολικό ύψος των οφειλών (π.χ. άνω των 5.000 ευρώ).
2. Τέλος, επισημαίνεται ότι η κατώτατη αμοιβή των συντονιστών (πιστοποιημένων διαμεσολαβητών), οι οποίοι θα έχουν την εποπτεία της εξωδικαστικής διαδικασίας, πρέπει να οριστεί σε ύψος που θα ανταποκρίνεται στην αξία του διαμεσολαβητικού έργου που προσφέρουν οι συντονιστές».