Μόνον μια εναλλακτική πρόταση εξόδου από την κρίση, η οποία θα βασίζεται στην αναδιανομή του εισοδήματος, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, την ανάσχεση της δημιουργίας πρωτογενών ελλειμμάτων και τη διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου μπορεί να αντιμετωπίσει, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με την Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση Έτους 2011 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι ένα ευρώ στα τέσσερα που παράγονται στην ελληνική οικονομία δεν φορολογείται, με αποτέλεσμα τη διαρροή ετήσιων εισόδων 12-15 δισ. ευρώ, ενώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο ανέρχονταν στις 30/06/2011 στα 41 δισ. ευρώ.
Η λύση για την Ελλάδα, σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, είναι «η άμεση φορολογία και ο προσανατολισμός της αποταμίευσης σε νέες επενδύσεις σύγχρονων αναπτυξιακών και κοινωνικών υποδομών, νέων κλάδων παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, ποιότητας, καινοτομίας, απασχόλησης και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας».
Προσεγγίζοντας τα αίτια της κρίσης, η έκθεση εκτιμά ότι «ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας που τοποθέτησε την Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες στο δρόμο της σταδιακής τεχνολογικής, καινοτομικής, οργανωτικής και ποιοτικής απαξίωσης της παραγωγικής υποδομής στη μεταποίηση και στη γεωργία, με την κυρίαρχη επιλογή του τουρισμού, των κατασκευών και των υπηρεσιών, οδήγησε την ελληνική οικονομία στην αξιοποίηση κυρίως της ανειδίκευτης εργασίας, στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και χαμηλής ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία “δίδυμων ελλειμμάτων” στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου)». Σύμφωνα πάντοτε με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την εφαρμοσμένη πολιτική των Μνημονίων 1 και 2.
Η έκθεση διαπιστώνει την υποχώρηση της πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας «κατά μία δεκαετία πίσω» και συνεχή συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ εκτιμά ότι η ανεργία θα φθάσει το 1 εκατ. άτομα ως το τέλος του 2011.
«Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες χρεοκοπιών και διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεων, απολύσεων και διαθεσιμοτήτων των εργαζομένων, διεύρυνσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, «οι πολλαπλές και πολλαπλασιαστικές μειώσεις συντάξεων θυσιάζουν το αξιοπρεπές επίπεδο των παροχών στο όνομα μιας οικονομικής βιωσιμότητας χωρίς μακροπρόθεσμη προοπτική».
Γίνεται επίσης λόγος για «απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων» με ειδικές αναφορές σε «θεμελιώδεις επεμβάσεις στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως η εισαγωγή της δυνατότητας σύναψης “ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων”», και τον «περιορισμό του ρόλου του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) στη ρύθμιση βασικών μισθών και ημερομισθίων».
Σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, οι θυσίες οι οποίες επιβάλλονται κυρίως στους μισθωτούς και συνταξιούχους δεν επέφεραν τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητάς της ελληνικής οικονομίας αλλά την υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού στο έτος 2003, του κατώτερου μισθού σε επίπεδα πριν από το έτος 1984 και του επιπέδου ανεργίας στο έτος 1961.
Η έκθεση αναφέρει ότι ο στόχος του 1ου Μνημονίου, για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στις αγορές το 2012, δεν επιβεβαιώθηκε ενώ διατυπώνει επιφυλάξεις για την επιτυχία του στόχου του μεσοπρόθεσμου προγράμματος το οποίο προβλέπει επιστροφή στις αγορές το 2014.
Επισημαίνονται οι δυσκολίες που προκαλούνται από την παράταση της ύφεσης, την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση της κατανάλωσης και την αβεβαιότητα μείωσης του δημόσιου ελλείμματος, καθώς εκτιμάται ότι ακόμη και αν συμπεριληφθούν οι εισπράξεις από τις προβλεπόμενες ιδιωτικοποιήσεις, το δημόσιο χρέος αναμένεται να φθάσει, έως το 2020, στο ύψος των 409 δισ. ευρώ (200% του ΑΕΠ).
Η έκθεση αναγνωρίζει ότι η απόφαση της Συνόδου Κορυφής βελτιώνει τους όρους δανεισμού, μειώνει το μέγεθος του χρέους κατά 25 δισ. ευρώ και καθιστά το ελληνικό χρέος πιο διαχειρίσιμο αλλά θεωρεί ότι «η σημαντικότητα εμπεριέχεται στη σχέση που θα διαμορφωθεί κατά τα επόμενα χρόνια ανάμεσα στο χαμηλότερο επιτόκιο (επί ενός μικρότερου χρέους) και το ρυθμό ανάπτυξης» .
Προβλέπει, επίσης, ότι «εάν δεν αποτραπούν αυτά τα δεδομένα, η ύφεση που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη στην Ελλάδα, θα είναι βαθιά και θα διαρκέσει αρκετά χρόνια, κατά τα οποία η ελληνική οικονομία θα απολέσει σε σημαντικό βαθμό τη δυναμικότητα των παραγωγικών της δυνάμεων».