Ξεκινώντας με την περιγραφή της διασκέδασης σ’ ένα παραθαλάσσιο νυχτερινό κλαμπ μπουζουκιού, στο «αριστοκρατικό προάστιο» Γλυφάδα στις 2 τα ξημερώματα, όπου τραγουδάει η «βασίλισσα της ελληνικής ποπ, η 40χρονη Δέσποινα Βανδή», η δημοσιογράφος καταγράφει το τι είδε, όπως τα πανάκριβα αυτοκίνητα και την χρέωση σε κάθε τραπέζι μιας μπουκάλας ουίσκι τουλάχιστον 170 ευρώ.
Σε άλλο όμως σημείο τονίζει ότι η ύφεση έχει επηρεάσει και τη λειτουργία των νυχτερινών κέντρων, τα οποία ανοίγουν πλέον μόνο τα Σαββατοκύριακα.
Σε γενικές γραμμές, περιγράφεται η «κουλτούρα της διασκέδασης» που χαρακτηρίζει τους Έλληνες, οι οποίοι «συνεχίζουν να ξοδεύουν πολλά χρήματα σε νυχτερινά κέντρα, που είναι ένας μοναδικός ελληνικός τρόπος γιορτασμού της καλής ζωής».
Στη συνέχεια, δημοσιεύονται οι απόψεις ιδιοκτητών και θαμώνων τέτοιων κέντρων, σημειώνοντας ότι η παράδοση αυτών των χώρων διασκέδασης ξεκίνησε στη δεκαετία του 1950, όταν η Ελλάδα ήταν ακόμη μια φτωχή και ταραγμένη χώρα. «Ο κόσμος αναζητά τη φυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.
Αναφορά γίνεται και στην κατάσταση με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, καθώς και στις απεργίες και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Επίσης, σημειώνεται η παραίτηση της Άντζελας Γκερέκου λόγω των οφειλών 5,5 εκατομμυρίων ευρώ στην εφορία του συζύγου της, «σταρ του τραγουδιού», Τόλη Βοσκόπουλου.
Καταλήγοντας, επισημαίνεται ότι «οι Έλληνες είναι ανένδοτοι ότι το τραγούδι και η γιορτή θα συνεχιστούν». Η 24χρονη φοιτήτρια Αθανασία Παναγοπούλου δηλώνει ότι «παρά την κρίση, οι Έλληνες θα βρίσκουν πάντα τρόπους να διασκεδάζουν. Εξακολουθείς να έχεις την ανάγκη να βγαίνεις έξω. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρειάζονται να ζήσουν τις ζωές τους όμορφα».