Μία από τις φράσεις που έχουν συνδεθεί, όσο λίγες, με το γάμο είναι «τον κουκούλωσαν» και «κουκουλώθηκε».
Τα παλιά χρόνια, η παράδοση του συνοικεσίου επέβαλε σε ένα ζευγάρι να παντρεύεται ακόμη κι αν η γυναίκα διαπίστωνε μετά τη γνωριμία ότι δεν τον ήθελε.
Στο Βυζάντιο, όταν ένας νέος ήθελε να παντρευτεί, έστελνε στους γονείς της νέας «προξενητή» για να του τη δώσουν. Συνήθως την κοπέλα αυτή -αν ήταν αυστηρών αρχών- δεν την είχε δει ποτέ στο πρόσωπο. Το πολύ να την έβλεπε από μακριά στην εκκλησία ή στον Ιππόδρομο, αλλά και πάλι ολόκληρο το κεφάλι της ήταν σκεπασμένο με μια μεταξωτή καλύπτρα ή «κουκούλα», που άφηνε ελεύθερα μόνο τα μάτια, όπως εξηγεί ο Τάκης Νατσούλης.
Και την ώρα του γάμου, πολλές φορές ολόκληρη τη μέρα του γάμου, η νύφη έμενε με σκεπασμένο το πρόσωπο. Βέβαια το γεγονός αυτό είχε και δυσάρεστες εκπλήξεις για τον καημένο τον γαμπρό, που όταν τελικά αφαιρούσε την καλύπτρα, έβλεπε ότι είχε νυμφευθεί κάποια άλλη!
Από το παλιό αυτό έθιμο βγήκε η φράση «ο τάδε κουκούλωσε την κόρη του» ή «κουκουλώθηκε».