Σε νέα γνωμοδότηση, που αλλάζει τα δεδομένα στην υπόθεση της διατήρησης των αρχαιοτήτων του σταθμού «Βενιζέλου» του μετρό Θεσσαλονίκης, κατέληξαν τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Το θέμα, που έχει απασχολήσει το ΚΑΣ, την τοπική κοινωνία αλλά και την επιστημονική κοινότητα αρκετές φορές από το 2013, οπότε εισήλθε στο Συμβούλιο για πρώτη φορά, επανήλθε χτες με αναπομπή μετά τη νέα πρόταση του δήμου Θεσσαλονίκης σχετικά με την ανάδειξη των εν λόγω αρχαιοτήτων.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, το ΚΑΣ αποδέχτηκε την πρόταση που κατέθεσε ο δήμος Θεσσαλονίκης μόνο όσον αφορά την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων, πρώτον για λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη διαφύλαξη και προστασία της αυθεντικότητας του μοναδικού μνημειακού συνόλου για την παγκόσμια κληρονομιά και δεύτερον επειδή η παρέλευση ικανού χρόνου από την ανασκαφή εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ακεραιότητα του μνημείου.
Το ΚΑΣ απέρριψε την πρόταση ως προς το σκέλος της ανάδειξης επειδή δεν υπάρχει καλή τεκμηρίωση και κάλεσε το δήμο να συντάξει πλήρη αρχιτεκτονική μελέτη σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ και της Αττικό Μετρό. Τα δύο μέλη του Συμβουλίου που μειοψήφησαν θεώρησαν ότι το θέμα θα έπρεπε να αναβληθεί για να τεκμηριωθεί η πρόταση του δήμου, η οποία, όπως είπαν, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Στη συνεδρίαση παραβρέθηκε και ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, ο οποίος μίλησε για την κύρια ιδέα της πρότασης που θα επιτρέψει τη δημιουργία μιας αρχαιολογικής πλάζα, όπως την είπε, η οποία θα αναδείξει τις αρχαιότητες της πόλης στην καθημερινή ζωή των πολιτών.
Σύμφωνα με την πρόταση, που παρουσίασε η Αλεξάνδρα Αλεξοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ (η οποία είχε συντάξει και τη μελέτη που είχε προκριθεί μαζί με άλλες σε προηγούμενο Συμβούλιο), ο αρχαιολογικός χώρος που περιλαμβάνει εξαιρετικής σημασίας μνημεία, όπως η βυζαντινή Μέση Οδός, θα είναι «ανοιχτός» στον κόσμο, αλλά υπόγειος, κάτω δηλαδή από την Εγνατία οδό. Θα προσεγγίζεται εύκολα από τα ανοίγματα των πλατειών Καπνεργάτη και Αλκαζάρ, που θα «κατεβαίνουν» σταδιακά ως τα τρία μέτρα κάτω από τον δρόμο και θα ενώνονται σε μια γέφυρα που θα βρίσκεται σε απόσταση περίπου τρία μέτρα πάνω από τις αρχαιότητες. Επιπλέον, ένας περιμετρικός διάδρομος μεγάλου αναπτύγματος θα δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να παρακολουθούν τα μνημεία στο σύνολό τους, ενώ από συγκεκριμένο σημείο θα μπορούν να κατεβαίνουν και να αποκτούν βιωματική εμπειρία με τις αρχαιότητες.
Σύμφωνα με τον κ. Μπουτάρη, η πρόταση δεν εμποδίζει την κατασκευή του σταθμού «Βενιζέλου» ανά πάσα στιγμή στο μέλλον, καθώς τα φρεάτια που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του θα κατασκευαστούν κανονικά. «Η απελευθέρωση του μέρους και η δημιουργία μιας αρχαιολογικής πλάζα δεν επηρεάζουν καθόλου το μετρό. Γι’ αυτό θα πρέπει να αποσυνδεθεί, να μην αποτελεί κομμάτι του. Δεν έχουμε αντίρρηση να γίνει ο σταθμός, παρόλο που οι δύο σταθμοί, “Βενιζέλου” και “Αγίας Σοφίας”, απέχουν μόνο 370 μ. λιγότερα από μια στάση λεωφορείου», τόνισε.
Στο Συμβούλιο δεν παραβρέθηκε εκπρόσωπος της εταιρείας Αττικό Μετρό, που με επιστολή της ζητούσε την αναβολή της χτεσινής συζήτησης με την αιτιολογία ότι ενημερώθηκε μόλις πριν λίγες μέρες για την πρόταση του δήμου, ενώ έκανε λόγο για «απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες στο έργο, στην ελληνική οικονομία και στην τοπική κοινωνία» σε περίπτωση κατάργησης του σταθμού.
Στο Συμβούλιο τονίστηκε επίσης το ζήτημα της προστασίας των αρχαιοτήτων, που παραμένουν στο «έλεος» της υγρασίας και των βροχοπτώσεων λόγω των καθυστερήσεων, ενώ, όπως ειπώθηκε, ως τώρα δεν έχει κατατεθεί καμία μελέτη απόσπασης των αρχαιοτήτων από την Αττικό Μετρό, όπως ζητούσε η προηγούμενη υπουργική απόφαση.
Θυμίζουμε ότι στην τελευταία γνωμοδότηση του ΚΑΣ (το Δεκέμβριο 2014), τα μέλη είχαν ταχθεί ομόφωνα υπέρ της μελέτης ανάδειξης των αρχαιοτήτων εντός του σταθμού «Βενιζέλου», που προϋπόθετε την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων στην ίδια θέση, σε ποσοστό που διατηρούσε την ενότητα και σε πολύ μεγάλο βαθμό (85%) το σύνολο των ευρημάτων.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι χτες όλα τα μέλη του Συμβουλίου, οι προϊστάμενοι των αρμόδιων διευθύνσεων του ΥΠΠΟ και η Εφορεία Αρχαιοτήτων της Πόλης της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν, στις τοποθετήσεις τους, υπέρ της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων καθώς, όπως είπαν, πρόκειται για μοναδικά ευρήματα και δείγματα αστικού σχεδιασμού του Βυζαντίου, που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο.