Στο Μισθοδικείο κατατέθηκε αίτηση Εφέτη των Διοικητικών Δικαστηρίων με την οποία στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ζητάει να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οι πρόσφατες νομοθετικές διατάξεις με τις οποίες μειώθηκαν τα επιδόματα των δικαστικών λειτουργών και μειώθηκε η πάγια αποζημίωση ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών που λαμβάνουν.
Επίσης, σύμφωνα με την προσφυγή αντίθετες στο εν λόγω πλαίσιο είναι και οι νομοθετικές εκείνες διατάξεις που προβλέπουν την περικοπή των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και της αδείας διακοπών των δικαστικών.
Ο Εφέτης αναφέρει ότι ελάμβανε ετησίως μικτές αποδοχές 71.764 ευρώ, ενώ μετά τις περικοπές που επήλθαν, οι αποδοχές τους μειώθηκαν κατά 15.432, 59 ευρώ.
Ο δικαστικός λειτουργός αναφέρει ακόμη ότι οι περικοπές που έγιναν στις αποδοχές των δικαστικών έχουν ως βάση την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και την δανειακή αφερεγγυότητα και δεν έγιναν για το γενικό δημόσιο ή εθνικό συμφέρον. Οι περικοπές αυτές, σύμφωνα με τον προσφεύγοντα παραβιάζουν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η οποία προβλέπει ότι ο νομοθέτης «δεν έχει τη δυνατότητα να αποσβέσει περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα», όπως είναι ο μισθός, «εάν δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή ωφελείας».
Σύμφωνα με την ΕΣΔΑ η απόσβεση του περιουσιακού δικαιώματος του μισθού δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού επιτρέπεται μόνο για δημόσια ωφέλεια. Οι περικοπές στις αποδοχές των δικαστικών είναι αντίθετες και στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οι οποίες έχουν αντιταχθεί σε ανάλογες περικοπές αποδοχών, αναφέρεται στην προσφυγή.
Τέλος, ο διοικητικός Εφέτης τονίζει πως με το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει τις περικοπές παραβιάζεται το άρθρο 22 του Συντάγματος για την προστασία της εργασίας και του μισθού, όπως παραβιάζεται και η συνταγματική αρχή «της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Πολιτεία».