Όταν αναφέρεται η λέξη «Εμφύλιος», συνήθως προκαλούνται δύο ειδών αντιδράσεις. Κάποιοι επιλέγουν να αλλάξουν θέμα συζήτησης ή να αποτραβηχτούν αμήχανα, ενώ άλλοι το βλέπουν ως αφορμή για να εκφράσουν τα πιστεύω τους, με αποτέλεσμα συχνά η συζήτηση να εκτροχιάζεται και να οδηγείται σε αντιπαραθέσεις κι ας έχουν περάσει 75 χρόνια από τη λήξη του. Βλέπετε υπάρχουν ακόμη άτομα που έζησαν την αδελφοκτονία και βρίσκονται εν ζωή ή, πολύ περισσότερο, υπάρχουν χιλιάδες παιδιά και εγγόνια που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους σε αυτές τις μάχες. Οπότε ή αποφεύγουμε τις συζητήσεις ή τις προσεγγίζουμε με δηκτικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αντί να μελετήσουμε τα γεγονότα με ψυχραιμία και νηφαλιότητα.

Ο διακεκριμένος ελληνοκαναδός καθηγητής Ιστορίας και πρώην διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», δρ André Gerolymatos, έχοντας μελετήσει απόρρητα έγγραφα από τη χώρα μας, τις ΗΠΑ και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, επιχειρεί να αποδείξει ότι ο Εμφύλιος ήταν πάνω απ’ όλα ένας διεθνής πόλεμος και η πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου. Παράλληλα όμως, επιχειρεί να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα: «Μπορούσε να αποφευχθεί η αδελφοκτονία που ξέσπασε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940;».

Το αφήγημα της Αριστεράς και της Δεξιάς

«Ουσιαστικά, υπάρχουν δύο αφηγήματα για τον Εμφύλιο, τα οποία έχουν φιλτραριστεί μέσα από συγκεκριμένα ιδεολογικά πρίσματα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής στο βιβλίο του «Εμφύλιος, Ελλάδα 1943-1949, ένας διεθνής πόλεμος. Η εξέλιξή του και ο αντίκτυπος στη σύγχρονη Ελλάδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Σύμφωνα με το πρώτο, η αριστερή Αντίσταση προδόθηκε και καταδιώχθηκε από τους πολιτικούς της προπολεμικής Ελλάδας που επέστρεψαν μετά τον πόλεμο, και τους Βρετανούς, μη αφήνοντας άλλη επιλογή στους υποστηρικτές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παρά να πολεμήσουν.

Έπειτα υπάρχει η εκδοχή της Δεξιάς, βάσει της οποίας οι κομμουνιστές που κυριάρχησαν στην ηγεσία της αριστερής Αντίστασης είχαν προσχεδιάσει να καταλάβουν την εξουσία αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Μέρος του αριστερού αφηγήματος, επίσης, αναφέρεται σε ταξικές διαφορές και σε μια σύγκρουση ανάμεσα στους δωσίλογους, τους οποίους υποδέχθηκε στο κρατικό σύστημα η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, και σε εκείνους που είχαν πολεμήσει τις δυνάμεις του Άξονα.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Εμφύλιος, Ελλάδα 1943-1949, ένας διεθνής πόλεμος» του Andre Gerolymatos, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα

Σχεδόν όλοι ήταν δωσίλογοι

«Το αριστερό αφήγημα υπογραμμίζει ότι σχεδόν όλοι οι δωσίλογοι ήταν άνθρωποι του προπολεμικού κατεστημένου και μέλη της μεσαίας τάξης της χώρας, που στελέχωσαν το δημόσιο και λειτούργησαν τον κρατικό μηχανισμό κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Για να είμαστε δίκαιοι, πολλοί διατήρησαν τις δουλειές τους, ώστε να επιζήσουν, αλλά και για να συνεχίσουν να λειτουργούν οι απαραίτητοι για την κοινωνία κρατικοί μηχανισμοί», αναφέρει ο αείμνηστος Gerolymatos.

Εκείνοι που ξεχώρισαν, για παράδειγμα, ήταν οι αστυνομικοί, οι οποίοι συνέχισαν να παρέχουν ένα επίχρισμα νόμου και τάξης, όμως κάτω από τη δικαιοδοσία των κατοχικών αρχών. Ορισμένοι επέλεξαν να συνδράμουν τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, και να κυνηγήσουν τους μαχητές της Αντίστασης, ενώ αρκετοί διευκόλυναν μυστικά το έργο των αντιστασιακών ομάδων στις πόλεις και τις κωμοπόλεις. Και, όμως, μόλις που αποτελούσαν την πλειονότητα της μεσαίας τάξης, εκατοντάδες επαγγελματίες προσχώρησαν στις τάξεις της αριστερής και της δεξιάς Αντίστασης, χωρίς να συνδέουν κάποια συγκεκριμένη οργάνωση με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη.

Στη χώρα μας δεν έχουμε διακριτές γραμμές ανάμεσα στις τάξεις

Για να γίνει κατανοητή αυτή η κοινωνική δυναμική, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τον 20ό αιώνα στην Ελλάδα δεν υπήρχαν (και εξακολουθούν να μην υπάρχουν) διακριτές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις τάξεις, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στο ένα άκρο του κοινωνικού φάσματος βρίσκονταν οι εύπορες ομάδες, που αποτελούσαν κυρίως μια πλουτοκρατία παρά μια αριστοκρατία, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονταν μια πολύ οργανωμένη συνδικαλιστικά εργατική τάξη και οι μικροκαλλιεργητές. Οι ομάδες που ήταν λιγότερο οργανωμένες και περισσότερο ευάλωτες σε οικονομική δυσπραγία ή κατακλυσμιαία γεγονότα ήταν οι μικροί επιχειρηματίες και οι επαγγελματίες.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, λοιπόν, αυτές οι ομάδες καταπιέστηκαν και γρήγορα κατρακύλησαν στο χάσμα της χρεοκοπίας και της ανέχειας. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτού του κομματιού της κοινωνίας πέθανε από την πείνα ή έπεσε θύμα των αντιποίνων. Κάποιοι επιζήσαντες προσχώρησαν στην Αριστερά, ενώ άλλοι, λόγω του φόβου ή της απληστίας, συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές. Ουσιαστικά, προσελκύστηκαν στους δύο πόλους που δίχασαν την Ελλάδα στη δεκαετία του ’40.

Ο Τσόρτσιλ ήθελε να φέρει τον βασιλιά στην Ελλάδα

Το 1944, όπως και σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει τον έλληνα βασιλιά στον θρόνο (σ.σ. εν προκειμένω τον Γεώργιο Β’), διότι πίστευε ότι η μοναρχία θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη νομιμότητα στο ρημαγμένο από τον πόλεμο ελληνικό κράτος. Μετά το 1947 οι Αμερικανοί κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα, μόνο που θεώρησαν ότι η μοναρχία ήταν το καλύτερο εχέγγυο για να εμποδίσουν τους κομμουνιστές να πάρουν τον έλεγχο της χώρας.

Ωστόσο η ελληνική Αριστερά και πολλοί από την Κεντροαριστερά απέρριπταν τη μοναρχία, επειδή πίστευαν ότι το Στέμμα και το προπολεμικό πολιτικό κατεστημένο δεν είχαν καμία νομιμότητα για να κυβερνήσουν την Ελλάδα. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ είχε επιστρέψει στον θρόνο το 1935, έπειτα από ένα νοθευμένο δημοψήφισμα, και έναν χρόνο αργότερα επικύρωσε το εξίσου παράνομο καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. «Αν και καταχρηστικά χαρακτηρίζεται δικτάτορας, ο Μεταξάς δεν βασιζόταν ούτε σε μια ευρεία κομματική πλειοψηφία ούτε στη δύναμη του στρατού, αλλά ήταν ένας ισχυρός άντρας που ηγούνταν της κυβέρνησης με την ανοχή του βασιλιά», σημειώνει ο ιστορικός στο πόνημά του.

Η εκμετάλλευση των κομμουνιστών το 1944

Τον Δεκέμβριο του 1944 οι κομμουνιστές προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αντίθεση του ελληνικού λαού απέναντι στη μοναρχία και στο καθεστώς Μεταξά, καθώς και το μίσος του για τους δωσίλογους, προκειμένου να αναγκάσουν την υποστηριζόμενη από τους Βρετανούς κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου να παραχωρήσει στην Αριστερά μεγαλύτερο ρόλο σε αυτή. Η απόπειρα απέτυχε, αλλά διευκόλυνε την επιστροφή της προπολεμικής πολιτικής ηγεσίας και επέτρεψε σε έναν αριθμό δωσίλογων να ανακτήσουν τον έλεγχο του κράτους.

«Κατά τη διάρκεια αλλά και στον απόηχο των Δεκεμβριανών, το 1944, όταν οι ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις πυροβόλησαν άοπλους αριστερούς διαδηλωτές, οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες, παγιώνοντας το πολιτικό σχίσμα και προσθέτοντας ένα στοιχείο βεντέτας, που, ουσιαστικά, εγγυόταν άλλον έναν γύρο της σύγκρουσης», διαβάζουμε.

Τελικά δεν ήταν αναπόφευκτος ο Εμφύλιος

Αν και η πορεία προς την καταστροφή είχε αρχίσει με την κερματισμένη και πολιτικά φορτισμένη Αντίσταση, ο Εμφύλιος δεν ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της Απελευθέρωσης, κατά τον συγγραφέα. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά αντιστασιακά κινήματα ταλαιπωρούνταν από ιδεολογικά ρήγματα και στερούνταν μια ξεκάθαρη άποψη ως προς τη μελλοντική κατεύθυνση των αντίστοιχων χωρών, αλλά αυτές οι διαφορές τους δεν οδήγησαν σε ένοπλες συγκρούσεις. Η γαλλική αντίσταση, για παράδειγμα, έπρεπε να αντιμετωπίσει όχι μόνο την Κατοχή αλλά και το φιλογερμανικό καθεστώς του Βισί, μια «μαριονέτα» των ναζί που κατά το μεγαλύτερο μέρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε την κυβέρνηση της Γαλλίας.

Ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ, όμως, αρχηγός του αντιστασιακού κινήματος «Ελεύθερη Γαλλία», κατάφερε να αποφύγει τη μεταπολεμική πολιτική αντιπαράθεση, αφού είχε αναγκάσει τους Συμμάχους να τον αποδεχθούν ως αντιπρόσωπο της Γαλλίας και, κατά συνέπεια, ως επικεφαλής της νόμιμης κυβέρνησης. Πράγματι, η ψυχρότητα και η υπεροψία του Ντε Γκολ, αν και εξόργιζαν τους Συμμάχους, τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους ηγέτες των εξόριστων κυβερνήσεων. Μετά την απελευθέρωση του Παρισιού ο Ντε Γκολ αντιμετώπισε τον διχασμένο γαλλικό λαό και ένα πανίσχυρο κομμουνιστικό κίνημα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, όπως και στην περίπτωση του ΚΚΕ, είχε οδηγίες από τη Μόσχα να επιχειρήσει κατάληψη της εξουσίας. Αυτό δεν ήταν ευρέως γνωστό σε όλους τους Συμμάχους, πόσο μάλλον στις μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις. Φυσικά, υπήρχε ένας αστάθμητος παράγοντας: Οι τάξεις των κομμουνιστών πολεμιστών της αντίστασης δεν ήταν ένας πειθαρχημένος στρατός και, καθοδηγούμενες από περιφερειακούς αρχηγούς, θα μπορούσαν εύκολα να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Η τακτική του Ντε Γκολ

Ο Ντε Γκολ έπρεπε να πείσει χιλιάδες ένοπλους άντρες και γυναίκες να αποσυρθούν και να παραχωρήσουν τη διακυβέρνηση της Γαλλίας στους διορισμένους αντιπροσώπους της. Αντί να αποξενώσει εκείνους που είχαν συμβάλει στην απελευθέρωση της Γαλλίας, ο στρατηγός τους προσκάλεσε να προσχωρήσουν στον γαλλικό στρατό και να διοχετεύσουν την ενέργειά τους στον αγώνα εναντίον των Γερμανών. Ο Ντε Γκολ πρόσφερε στους αγωνιστές της αντίστασης αναγνώριση και την ευκαιρία να συνεχίσουν τον πόλεμο ή να επιστρέψουν στην πολιτική ζωή τους, ουσιαστικά, δηλαδή, να απομακρυνθούν από τον γαλλικό στρατό, αλλά με τιμές. Με αυτό τον τρόπο απέφυγε την αντιπαράθεση που εκδηλώθηκε στην ελληνική κυβέρνηση εθνικής ενότητας τον Δεκέμβριο του 1944. Ο Ντε Γκολ, όπως και στην περίπτωση της ελληνικής αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών εξόριστων κυβερνήσεων, φοβήθηκε ότι η εξέγερση εναντίον των Γερμανών θα οδηγούσε σε χάος.

Η απελευθέρωση του Παρισιού τον Αύγουστο του 1944 από τους πολίτες του ήταν υποδειγματική, αλλά για τον Ντε Γκολ δημιουργούσε ένα τρομακτικό προηγούμενο, που θα μπορούσε να εμπνεύσει άλλες αντιστασιακές ομάδες, ώστε να καταλάβουν γαλλικές πόλεις και κωμοπόλεις. Το ανάστημά του ως ηγέτης της Ελεύθερης Γαλλίας και η χαρισματική προσωπικότητά του βοήθησαν τον στρατηγό να αναλάβει την εξουσία, αλλά ήταν επισφαλές ώσπου να ανασυγκροτήσει τους θεσμούς της προπολεμικής Γαλλίας – τον στρατό και το δημόσιο. Και στις δύο περιπτώσεις θα έπρεπε να ασχοληθεί με το γεγονός ότι πολλοί γάλλοι αξιωματικοί δεν προσχώρησαν στην αντίσταση και πως χιλιάδες πολίτες είχαν συνεργαστεί με τους ναζί και το καθεστώς του Βισί.

Βαριές τιμωρίες στη Γαλλία

Διευθέτησε το θέμα των δωσίλογων και έσωσε την αξιοπρέπεια της Γαλλίας διακηρύσσοντας ότι: «Μόνο μια χούφτα συμπεριφέρθηκε άσχημα κατά τη γερμανική κατοχή, οι υπόλοιποι μπορούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο στα μάτια, ως πραγματικοί πατριώτες». Στην πράξη, ο Ντε Γκολ προχώρησε γρήγορα στην τιμωρία των δωσίλογων, με αποτέλεσμα περισσότεροι από 160.000 άντρες και γυναίκες να κατηγορηθούν ότι είχαν συνεργαστεί με τους ναζί. Από αυτούς σχεδόν 120.000 δικάστηκαν, 94.000 κρίθηκαν ένοχοι και είτε φυλακίστηκαν (οι 24.000) είτε στερήθηκαν τα δικαιώματά τους (οι 50.000). Περίπου 1.600 εκτελέστηκαν, αλλά ο στρατάρχης Πετέν, επικεφαλής του καθεστώτος του Βισί, παρότι καταδικάστηκε σε θάνατο, φυλακίστηκε ισόβια.

Οι λανθασμένοι χειρισμοί του Γεώργιου Παπανδρέου

Σε αντίθεση τώρα με τον Ντε Γκολ, «ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου δεν διέθετε το κατάλληλο πολιτικό ανάστημα και χειραγωγούνταν απόλυτα από τους Βρετανούς και τον βασιλιά Γεώργιο Β΄. Επιπροσθέτως, έπρεπε να αντιμετωπίσει φιλοβασιλικούς αξιωματικούς που οραματίζονταν έναν νέο ελληνικό στρατό, απαλλαγμένο από αριστερούς και δημοκρατικούς. Οι αξιωματικοί που ακολούθησαν τον βασιλιά στην εξορία και κατατάχθηκαν στις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής έτρεφαν ελάχιστη ή και καμία συμπάθεια για την ελληνική Αντίσταση. Εκείνοι που διαφωνούσαν με τη μοναρχία απομακρύνθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του πολέμου· έως την Απελευθέρωση ο στρατός ήταν μικρός σε μέγεθος αλλά ιδεολογικά συμπαγής και πιστός στη μοναρχία», αναφέρεται στο βιβλίο.

Σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας εκείνοι που επιφορτίστηκαν από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας με την οργάνωση του στρατού αποφάσισαν να εξαιρέσουν όλους τους αξιωματικούς που είχαν λάβει μέρος στην αριστερή Αντίσταση ή είχαν ιστορικό δημοκρατικών αντιλήψεων. Οι διακρίσεις αυτές κατέφεραν πλήγμα στην αξιοπρέπεια των συγκεκριμένων αντρών, καθώς και στην ικανότητα διαβίωσής τους. Με αυτές τις ενέργειες η κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο ενός σώματος καλά εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων αντρών, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από τους κομμουνιστές.

Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να συλλάβει τους δωσίλογους

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν κατάφερε να συλλάβει τους δωσίλογους και να τους οδηγήσει ενώπιον της δικαιοσύνης, δίνοντας έτσι στο κυριαρχούμενο από τους κομμουνιστές ΕΑΜ μια ισχυρή πολιτική δικαιολογία, προκειμένου να υπονομεύσει τη νομιμότητα της κυβέρνησης. Οι κομμουνιστές, από τη μεριά τους, παρότι είχαν λάβει διαταγές από τη Μόσχα να στηρίξουν την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, προτίμησαν τη βία και αποπειράθηκαν να πάρουν τον έλεγχο της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944. Ωστόσο απέτυχαν και προετοίμασαν το σκηνικό για την τελική και πιο καταστροφική αντιπαράθεση, που διήρκεσε από το 1946 έως το 1949.

Οι εβδομάδες και οι μήνες που ακολούθησαν το τέλος της Κατοχής αποτέλεσαν μια σύντομη περίοδο πανηγυρισμών. Δυστυχώς, καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορούσε να καταλάβει και να συγχωρήσει την άλλη. Αντ’ αυτού, η ελληνική κοινωνία κατρακύλησε για άλλη μία φορά σε μια ιστορική σύγκρουση που αφορούσε το πολιτειακό ζήτημα, δηλαδή πώς ή ποιος θα έπρεπε να κυβερνά το ελληνικό κράτος. Σε αντίθεση με προηγούμενες απόπειρες για τον έλεγχό του, η συγκεκριμένη διαμάχη είχε τρομερές επιπτώσεις για τους χαμένους. Ουσιαστικά, ο πολιτικός διχασμός επισκίασε τις κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες μιας χώρας με περιορισμένους πόρους, εξαρτώμενης από εξωτερικούς εταίρους για την ασφάλειά της. Η Κεντροαριστερά και η Δεξιά προσέβλεπαν στη Δύση για την εξασφάλιση της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας, ενώ οι κομμουνιστές προτιμούσαν να οδηγήσουν την Ελλάδα στη σοβιετική σφαίρα επιρροής.

Στην κατακλείδα του ο Andre Gerolymatos σημειώνει πως για τους περισσότερους Έλληνες η βάρβαρη κληρονομιά του Εμφυλίου άρχισε σιγά σιγά να εξανεμίζεται μετά την κατάρρευση της χούντας το 1974, ενώ η διαδικασία επιταχύνθηκε με την εκλογή του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1981, του πρώτου σοσιαλιστικού κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα, και με την αναγνώριση της Αντίστασης έναν χρόνο αργότερα. Κατά τη δεκαετία του ’90 το χάσμα ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά άρχισε να γεφυρώνεται. Το 1989 μια οικουμενική κυβέρνηση, η οποία περιλάμβανε το συντηρητικό και το κομμουνιστικό κόμμα, υπερπήδησε, αν και προσωρινά, τα εμπόδια της έλλειψης εμπιστοσύνης, του φόβου και του μίσους που είχαν πολώσει την ελληνική κοινωνία από την Κατοχή. Ωστόσο η σκιά του Εμφυλίου εξακολούθησε να πλανάται…