Τα πρώτα δείγματα γραφής εμφανίστηκαν ήδη από το προηγούμενο έτος, όταν παρατηρήθηκε μια σαφής αλλαγή στις συνήθειες των τουριστών. Αντί να επιλέγουν τους παραδοσιακούς καλοκαιρινούς μήνες, Ιούλιο και Αύγουστο, όπως συνέβαινε για δεκαετίες, οι τουρίστες άρχισαν να προτιμούν το Μάιο, τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο για τις διακοπές τους. Ενώ αρχικά πολλοί θεώρησαν αυτή την τάση ως ένα συγκυριακό φαινόμενο, τα δεδομένα από την Ελλάδα και το εξωτερικό δείχνουν ότι αυτή η συμπεριφορά έχει εδραιωθεί και αναμένεται να συνεχιστεί.
Δύο κυριότεροι παράγοντες φαίνεται να οδηγούν σε αυτή τη διαφοροποίηση: η κλιματική αλλαγή και η οικονομική κρίση. Στην περιοχή της Μεσογείου, που δέχεται τη μεγαλύτερη ροή τουριστών, οι μήνες Ιούλιος και Αύγουστος χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Επιπλέον, οι ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως οι καταστροφικές πυρκαγιές, δυσχεραίνουν τη διαμονή των τουριστών και τους οδηγούν να αποφεύγουν αυτούς τους μήνες, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα επιλογής.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος για την αλλαγή αυτή είναι η οικονομική κρίση. Στην περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου οι τιμές σε ξενοδοχεία, εστίαση και γενικά σε όλες τις τουριστικές υπηρεσίες είναι πολύ υψηλές, ενώ η πολυκοσμία περιορίζει την ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας, καθώς οι επισκέπτες δεν μπορούν να απολαύσουν με ηρεμία και άνεση τα όσα πληρώνουν. Η προσφορά περιορίζεται από την αυξημένη ζήτηση, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τουρίστες να αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, με περισσότερους να επιλέγουν λιγότερο συνωστισμένους μήνες για τις διακοπές τους.
Αναλυτές του τουριστικού τομέα εκτιμούν ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, ειδικά για ταξιδιώτες που μπορούν να είναι πιο ευέλικτοι με τη χρονική διάρκεια των διακοπών τους, όπως οι συνταξιούχοι, οι οποίοι προτιμούν πλέον να ταξιδεύουν εκτός περιόδου αιχμής.
Τα στοιχεία του 2024 δείχνουν ότι, παρά την αύξηση των αφίξεων τον Ιούλιο και τον Αύγουστο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, οι τουρίστες αυτών των μηνών παρέμειναν λιγότερες ημέρες και ξόδεψαν λιγότερα χρήματα. Αυτό είναι ενδεικτικό της μετατόπισης των προτιμήσεων των επισκεπτών, οι οποίοι πλέον επιλέγουν την πιο ήπια τουριστικά περίοδο με καλύτερες τιμές και λιγότερο πλήθος. Αντίθετα, οι μήνες Μάιος, Ιούνιος και Σεπτέμβριος παρουσίασαν σημαντική αύξηση τόσο στις αφίξεις όσο και στα έσοδα, με τον Σεπτέμβριο να σημειώνει ιδιαίτερα εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις του Σεπτεμβρίου 2024 ανήλθαν σε 3,58 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 261 εκατ. ευρώ, ή ποσοστό 7,9%, σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2023. Αυτή η αύξηση κάλυψε πλήρως την μείωση των εσόδων από τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, όπου καταγράφηκε πτώση 256 εκατ. ευρώ. Αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά των τουριστών φαίνεται να ενισχύει την τάση των τουριστικών περιόδων εκτός αιχμής, γεγονός που αποτελεί θετικό δείγμα για την επέκταση της τουριστικής περιόδου στην Ελλάδα.
Πολλοί ταξιδιώτες επιλέγουν πλέον να αποφεύγουν την περίοδο αιχμής
Μια πρόσφατη έρευνα της γαλλικής ξενοδοχειακής αλυσίδας Accor ενισχύει αυτή τη νέα τάση, καθώς σύμφωνα με τα αποτελέσματα της, πολλοί ταξιδιώτες επιλέγουν πλέον να αποφεύγουν την περίοδο αιχμής. Ο βασικός λόγος είναι το αυξημένο κόστος διακοπών, ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες και οι καύσωνες αποτελούν έναν ακόμη καθοριστικό παράγοντα. Συγκεκριμένα, το 32% των ερωτηθέντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο δηλώνει ότι επιλέγει να ταξιδεύει εκτός αιχμής για να μειώσει το κόστος, ενώ το 19% προτιμά να αποφεύγει τη ζέστη των καυτών μηνών του καλοκαιριού. Αυτοί οι παράγοντες έχουν στρέψει το τουριστικό ενδιαφέρον προς τους μήνες της άνοιξης και του φθινοπώρου, με τον Μάιο, τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο να καταλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις επιλογές των ταξιδιωτών για διακοπές «ήλιος και θάλασσα», οι οποίες συνήθως διαρκούν περίπου επτά ημέρες.
Η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται επίσης στα συνολικά δεδομένα για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2024. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις για αυτή την περίοδο ανήλθαν σε 18,76 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 737 εκατ. ευρώ (4,1%) σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Τα θετικά αυτά αποτελέσματα ενισχύουν τις εκτιμήσεις ότι το 2024 θα είναι έτος-ρεκόρ για τον τουρισμό στην Ελλάδα, παρά τις προκλήσεις της οικονομικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής.
Πώς, όμως, αναμένεται να κλείσει η φετινή χρονιά; Σύμφωνα με τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα έως τώρα, όλα δείχνουν ότι τα ρεκόρ του 2023 θα ξεπεραστούν. Τα έσοδα του τέταρτου τριμήνου του 2023 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) ανήλθαν σε 2,3 δισ. ευρώ. Αν τα έσοδα φέτος κινηθούν σε αντίστοιχα ή ελαφρώς αυξημένα επίπεδα – κάτι που φαίνεται μάλλον βέβαιο – τότε τα συνολικά έσοδα για το 2024 αναμένεται να φτάσουν τουλάχιστον τα 21,2 δισ. ευρώ, με πιθανότητα να αγγίξουν τα 21,44 δισ. ευρώ, από 20,46 δισ. ευρώ το 2023.
Αντίστοιχα, οι συνολικές αφίξεις επισκεπτών για το 2024 αναμένεται να φτάσουν ή να ξεπεράσουν τα 39 εκατ., έναντι 32,745 εκατ. πέρυσι. Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η στρατηγική επέκτασης της τουριστικής περιόδου έχει αρχίσει να αποδίδει, δημιουργώντας μια νέα δυναμική για τον ελληνικό τουρισμό και δίνοντας ελπίδες για μακροχρόνια ανάπτυξη του κλάδου.