Για τις συνέπειες στην Αττική, σε περίπτωση που δεχθεί ίδιο όγκο νερού με αυτόν στη Βαλένθια της Ισπανίας, μίλησε ο διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Χάρης Κοντοές.

Όπως εξήγησε, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, πλέον όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι εκτεθειμένες και είναι δύσκολα διαχειρίσιμες οι ποσότητες του νερού που πέφτουν.

Ειδικά για την Ελλάδα, ο κ. Κοντοές τόνισε πως «το μοντέλο που παρουσιάζει έχει ως βασική προϋπόθεση ότι ο Κηφισός και οι διατομές του είναι καθαρές, χωρίς μπάζα και σκουπίδια να φράζουν τη δίοδο και έξοδο του νερού. Ο Κηφισός χρειάζεται ετήσια συντήρηση και καθαρισμό» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο κίνδυνος εξαρτάται και από την τρωτότητα των χαρακτηριστικών της περιοχής, είπε ο κ. Κοντοές.

«Αν υπάρχουν κτίρια στις όχθες των ανοικτών ρεμάτων, αν αυτά είναι υπόγεια ή έχουν πιλοτές, αν τα κτίρια είναι φτιαγμένα από υλικά πολύ ευάλωτα σε μια πλημμύρα ή λασπορροή. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν αναλυθεί σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο σε όλη αυτή την περιοχή».

Παράλληλα, ο κ. Κοντοές τόνισε ότι η πυκνότητα και ο μέσος όρος ηλικίας των κατοίκων μιας περιοχής είναι δύο πολύ σημαντικά στοιχεία της ευαλωτότητάς της.

«Σε φυσιολογικές συνθήκες, οι περιοχές αυτές που είναι υψηλής ευαλωτότητας έχουν αντιπλημμυρικά έργα, αλλά σε ακραίες συνθήκες χρειάζονται πρόσθετα αντιπλημμυρικά».

Πού υπερτερεί η Ελλάδα έναντι των Ισπανών

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας απάντησε στο ερώτημα πώς θα μπορούσε η Αθήνα να αντιμετωπίσει ένα αντίστοιχο ακραίο καιρικό φαινόμενο.

«Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να πούμε ότι η κλιματική κρίση συντίθεται από αυτά τα φαινόμενα. Δηλαδή, τα έντονα φαινόμενα, με μεγάλη ραγδαιότητα, με μεγάλη έκταση, έχουν μεγαλύτερη συχνότητα και έχουν μεγαλύτερες καταστροφές. Αυτός είναι και ο ορισμός της κλιματικής κρίσης» είπε αρχικά ο Ευθύμιος Λέκκας.

«Αυτά τα φαινόμενα δεν θα μπορούσαμε να τα αντιμετωπίσουμε. Παρόμοια φαινόμενα είχαμε και στον “Ιανό” και στον “Daniel” και σε άλλες περιπτώσεις, αλλά σε μικρότερη κλίμακα και έκταση. Αυτά τα φαινόμενα δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε, όπως δεν μπορεί κανένα προηγμένο κράτος».

Αν μπορούν να ενισχυθούν οι υπάρχουσες υποδομές για να αντέξουν σε τέτοιας κλίμακας φαινόμενα, ο καθηγητής απάντησε: «Είναι δύο πράγματα που θα πρέπει να κάνουμε και μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε τις επιπτώσεις. Πρέπει να βελτιώσουμε τις υποδομές μας και να τις κάνουμε πιο ανθεκτικές» συμπλήρωσε.

Για τις προγνώσεις τόνισε: «Πολλές φορές την πρόγνωση τη θεωρούμε αυτονόητη και ο πολίτης θεωρεί ότι κάνουμε πολύ καλή πρόγνωση κι έχουμε όλα τα δεδομένα. Όμως, δεν συμβαίνει αυτό. Πολλές φορές τα δεδομένα είναι ασαφή, έχουμε πλήθος δεδομένων, τα οποία δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε. Συνεπώς, οι προγνώσεις είναι επισφαλείς. Τα μοντέλα έχουν τεράστιες αποκλίσεις. Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες».

«Τίθεται στην Ισπανία το θέμα της προειδοποίησης. Στην Ελλάδα αυτό το θέμα το έχουμε λύσει. Υπάρχει μια επιτροπή στο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης και μπορούσε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να προειδοποιήσουμε τον κόσμο» κατέληξε.