Αποτελεί την πιο εμβληματική μορφή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) καθώς είχε την ικανότητα να εκτελεί με επιτυχία εξαιρετικά δύσκολες αποστολές κατασκοπίας, με αποφασιστικότητα και στρατηγική σκέψη. Ο αντιστράτηγος Βασίλης Γιαννόπουλος θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ο Έλληνας James Bond. Μια φορά, αφού πέρασε παράνομα από τα τουρκικά σύνορα, εισήλθε στον κόλπο του Ντογάν, φόρεσε στολή Τούρκου στρατιώτη και εισέβαλλε στο υπαίθριο στρατηγείο της «Στρατιάς του Αιγαίου», στη Σμύρνη, καταγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια στρατιωτική άσκηση στην οποία δοκιμαζόταν η εφαρμογή επιθετικών σχεδίων εναντίον της χώρας μας. Φωτογράφησε χάρτες, επιχειρησιακά σχέδια και απόρρητα έγγραφα ενώ φεύγοντας κατέγραψε και τα πρόσωπα των στρατηγών που συμμετείχαν – φήμες λένε ότι τους έβαλε φωτογραφία την ώρα που κοιμόντουσαν. Την επόμενη μέρα, όλο το υλικό θα έφθανε μέσω του κατάλληλου δικτύου, στα κεντρικά γραφεία της ΕΥΠ, επί της λεωφόρου Κατεχάκη.
Η θητεία του στη μυστική υπηρεσία από το 1987 έως το 1995 ήταν γεμάτη με τέτοιου είδους αποστολές, έχοντας ως επίκεντρο δράσης, τη γείτονα χώρα. Μετά την αποστρατεία του υπηρέτησε ως δήμαρχος Νευροκοπίου και απεβίωσε τον Ιούνιο του 2020, αφήνοντας πίσω του ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία της εθνικής ασφάλειας. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της ζωής του διεξοδικότερα, καθώς τέτοιου είδους άνθρωποι προφανώς δεν θα πρέπει να λησμονούνται από την συλλογική μνήμη.
Μια πορεία γεμάτη προκλήσεις
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος, γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας. Έζησε τις προκλήσεις της σκληρής ζωής, σε μια ακριτική περιοχή που τον χειμώνα η θερμοκρασία πέφτει στους -20 βαθμούς Κελσίου. Ωστόσο αυτό δεν πτοεί το αίσθημα πατριωτισμού και την αγάπη των κατοίκων, για το δοκιμαζόμενο από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες οροπέδιο στο οποίο ζουν.
Το αίσθημα της αφοσίωσης προς την πατρίδα για τον νεαρό Βασίλη θα αντικατοπτριστεί στην απόφασή του να εισέλθει το 1965 στη Σχολή Ευελπίδων, σε ηλικία 19 ετών. Μετά την αποφοίτησή του και την τοποθέτησή του στην Καβάλα, η επιθυμία του να υπηρετήσει στην τότε Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) τον οδήγησε στην εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας, κάτι που αποδείχθηκε καθοριστικό για την καριέρα του.
Ατρόμητος και τολμηρός
Η στρατηγική του να αποφεύγει τις αεροπορικές μεταφορές κατά τις αποστολές, προτιμώντας θαλάσσιες οδούς ή κρυφές διαδρομές, δείχνει το θάρρος και την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες. Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον με οικογενειακούς δεσμούς από τη Σμύρνη, κατάφερνε να εισχωρεί στις τουρκικές κοινωνικές δομές με ευχέρεια, γεγονός που του επέτρεψε να παρακολουθεί και τις κινήσεις της 4ης Τουρκικής Στρατιάς (νυν «Ege Ordusu», «Στρατιά Αιγαίου»).
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι ο στρατός των γειτόνων μας διαθέτει 4 στρατιές. Την 1η που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη και προστατεύει τα χερσαία σύνορα με την Βουλγαρία και την Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, την 2η που βρίσκεται στη Μαλάτεια και προστατεύει την περιοχή από τα ενδότερα της Μικράς Ασίας μέχρι τα σύνορα με τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ, την 3η που εδρεύει στο Ερζίντζαν και περιφρουρεί την βορειοανατολική Τουρκία και την 4η στην οποία υπόκεινται όλες οι δυτικές ακτές της Τουρκίας και δεσμεύει κατά καιρούς περιοχές του Αιγαίου για ασκήσεις.
Στην 4η λοιπόν στρατιά, που μας ενδιαφέρει από άποψη εθνικής ασφάλειας περισσότερο, ο Γιαννόπουλος… «αλώνιζε». Σημειωτέον ότι σε αυτή υπάγεται και ο κατοχικός στρατός της Κύπρου (η επονομαζόμενη σύμφωνα με τους γείτονές μας «Τουρκική Ειρηνευτική Δύναμη Κύπρου»),
Αναζητώντας Ελληνοκύπριους αγνοούμενους
Το αναφέρουμε αυτό γιατί μια από τις πλευρές της δράσης του Έλληνα μυστικού πράκτορα αφορούσε και τη συμμετοχή σε έρευνες για την εύρεση αγνοούμενων από την εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο το 1974. Διέσχισε όλη την Τουρκία προκειμένου να αναζητήσει ίχνη τους. Η επιμονή του και η ικανότητά του να αναζητά πληροφορίες ακόμα και στις πιο ακατάλληλες συνθήκες, τον κατέστησαν έναν απαραίτητο παράγοντα στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να εντοπίσει όσους απήχθησαν εκείνο το δραματικό καλοκαίρι πριν από 50 χρόνια. Ένα βράδυ μάλιστα, μπήκε στις φυλακές της Αμάσειας ρισκάροντας για μια ακόμη φορά τη ζωή του, ψάχνοντας για Ελληνοκύπριους κρατούμενους.
Η «φιλία» με τον Τούρκο αλεξιπτωτιστή
Μια άλλη φορά, έτυχε να συναντήσει στην Σμύρνη έναν Τούρκο πρώην αλεξιπτωτιστή που συμμετείχε στην εισβολή κατά της Κύπρου όταν ήταν νέος. Η τυχαία αυτή γνωριμία εξελίχθηκε σε επαφή, με τον Γιαννόπουλο να τρώει και να πίνει κατά καιρούς μαζί του, προσποιούμενος τον φίλο – είπαμε είχε μάθει άριστα την γλώσσα. Ο συγκεκριμένος Τούρκος του ανοίχτηκε εύκολα, γιατί υπέφερε από τύψεις για τα όσα είχε κάνει το 1974.
«Όταν τον προσέγγισα ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα έλεγα στα όρια της τρέλας, από τις ενοχές. Από τις αρχικές κουβέντες του συμπέρανα ότι πρέπει να είχε σκοτώσει άοπλους αιχμαλώτους πολέμου στη βόρεια Κύπρο. Αργότερα μου το εξομολογήθηκε ο ίδιος με δάκρυα στα μάτια», είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του. Μάλιστα η σχέση «φιλίας» που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν τόσο στενή που ο Γιαννόπουλος του πρότεινε να τον φέρει στην Ελλάδα, ώστε να δικαστεί και να λυτρωθεί έτσι από τις ενοχές του. Μάλιστα είχε ξεκινήσει να σχεδιάζει και την επιχείρηση, ωστόσο οι τουρκικές Υπηρεσίες Ασφαλείας κάτι υποπτεύθηκαν και έθεσαν τον συμπατριώτη τους υπό στενή παρακολούθηση, «Πρέπει να είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις του ή να τον είχαν χαρακτηρίσει επιρρεπή, επειδή προφανώς το είχε πει και σε άλλους. Από τη μια στιγμή στην άλλη τέθηκε σε στενή παρακολούθηση, προφανώς από τη ΜΙΤ (σ.σ. την τουρκική «Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών»). Εξαφανίστηκε από προσώπου γης» είχε αναφέρει.
Αρχές του 1992 ζητά από την υπηρεσία του να τον αποδεσμεύσουν όσον αφορά τις αποστολές στην Τουρκία, γιατί όπως τόνιζε «είχα καταλάβει πλέον ότι έπρεπε να φύγω και να πάει κάποιος άλλος. Δεν πήγαινε άλλο. Ζήτησα να αποδεσμευτώ και να επιστρέψω στην πατρίδα οριστικά».
Έτσι έβαλε ένα τέλος και στις μεταμφιέσεις του, καθώς τη μια μετακινούνταν σαν ρακοσυλλέκτης με νοητική στέρηση, την άλλη σαν ιχθυέμπορας, την άλλη σαν μικροέμπορας και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Τον βοηθούσε και το παρουσιάστικό του, καθώς είχε μαύρα μαλλιά, μουστάκι και την κοψιά του Ανατολίτη. Πάντα όμως είχε τον φόβο μήπως τον τσακώσουν. «Αυτό το πράγμα το κουβαλάς συνέχεια πάνω σου και μαθαίνεις να ζεις μαζί του. Η Τουρκία έχει μια μεγάλη – δεν ξέρω πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι – Υπηρεσία Πληροφοριών και δεν αφήνει στην τύχη καταστάσεις όταν δει κάτι περίεργο ή παράξενο. Αυτό τουλάχιστον κατάλαβα εγώ» έχει πει.
Η σύζυγός του, με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1974, ποτέ δεν γνώριζε το ακριβές περιεχόμενο των αποστολών του, ενώ η κόρη τους Μαρία έμαθε την πάσα αλήθεια μόλις το 2008, όταν τον είδε να μιλά για πρώτη φορά σε τηλεοπτική εκπομπή για τα κατορθώματά του – όσα τέλος πάντως μπορούσε να αναφέρει. Γυρνώντας στην Ελλάδα διετέλεσε διευθυντής Ανάλυσης και Εκτίμησης Στρατιωτικών Πληροφοριών για 3 χρόνια. Ακολούθως πήρε μετάθεση ως διοικητής Μηχανικού στην ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων) και μετά το ΓΕΕΘΑ τον επέλεξε για διοικητή στη Διεύθυνση Πληροφοριών όταν έλαβε τον βαθμό του ταξίαρχου.
Η ενασχόληση με την πολιτική
Μετά την αποστρατεία του, ο Γιαννόπουλος μεταπήδησε στην πολιτική, εκλεγόμενος δήμαρχος Κάτω Νευροκοπίου, της περιοχής που γεννήθηκε και μεγάλωσε δηλαδή, το 2006. Παρά την ήττα του τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2010, παρέμεινε ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης και το 2014 επανελεξέγη δήμαρχος, αποδεικνύοντας την αφοσίωσή του στην τοπική κοινωνία. Οι διακρίσεις που του αποδόθηκαν, όπως ο τίτλος του Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής και το Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας, αποτελούν μια μικρή και μόνο απόδειξη της προσφοράς του.
Δείτε εδώ βίντεο, με τα όσα είχε πει ο Βασίλης Γιαννόπουλος, μιλώντας στην τηλεοπτική εκπομπή «Αυτοψία» του Alpha, για τη δράση του: