«Ξέρετε, ο κύριος στο διπλανό τραπέζι είναι ο άνθρωπος που απήγαγε τον στρατηγό Κράιπε», έλεγε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, όταν ο τελευταίος βρισκόταν ως επίτιμος καλεσμένος σε δείπνο στα Χανιά, με αφορμή τον εορτασμό της επετείου των 50 χρόνων από τη Μάχη της Κρήτης.
Ήταν Μάιος του 1991. Ο Χέλμουτ Κολ επισκεπτόταν για πρώτη φορά την Ελλάδα ως καγκελάριος της ενιαίας Γερμανίας. Ένας χρόνος είχε σχεδόν περάσει από την ενοποίηση, και η χώρα, που άλλοτε τη χώριζε ένα τείχος, προσπαθούσε να βρει το νέο της βηματισμό.
Στην Κρήτη ανάμεσα στους επιζώντες βετεράνους της Κοινοπολιτείας, που είχαν έρθει απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα για την τελετή, ήταν και ένας Βρετανός ιρλανδικής καταγωγής, πρώην αξιωματικός ειδικών επιχειρήσεων, άνθρωπος του στέμματος, περιηγητής, ταξιδιωτικός συγγραφέας, ιστοριοδίφης και γλωσσολόγος, αλλά και εραστής της Ελλάδας, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ. Για τον ίδιο το ταξίδι δεν είχε κρατήσει πολύ. Από την Καρδαμύλη, όπου ζούσε σ’ ένα πέτρινο σπίτι δίπλα στη θάλασσα, είχε πάρει το λεωφορείο για Αθήνα και από εκεί το αεροπλάνο για Κρήτη.
Ο «Μιχάλης» για τους πιο «μυημένους» ή «Πάντι» για τους φίλους του στην Αγγλία, στα εβδομήντα έξι του χρόνια διατηρούσε κάτι από την νεανική του κορμοστασιά, με τα πλούσια γκρίζα του μαλλιά ν’ ανεμίζουν στο κρητικό αεράκι, μπροστά σ’ έναν τεράστιο σταυρό στο Συμμαχικό Νεκροταφείο στη Σούδα, όπου «ενός λεπτού σιγή» ήταν αρκετή για τους βετεράνους να γυρίσουν τον χρόνο πίσω, στον Μάιο του 1941, τότε που ο ουρανός σκοτείνιασε από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές…
Ο ίδιος, δεν συνήθιζε να μιλά για τα πολεμικά του κατορθώματα στο νησί, αλλά ούτε και για την σύλληψη του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, όταν τον Απρίλιο του 1944 μια μικρή ομάδα Βρετανών κομάντος, μαζί με Κρητικούς αντάρτες, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, είχαν απαγάγει έναν από τους πλέον υψηλόβαθμους Γερμανούς διοικητές της κατεχόμενης Κρήτης.
Καθώς όμως το αεράκι συνέχιζε να φυσά, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ παρά το κενό μνήμης που τον βασάνιζε, «μια σαϊτιά από τα βέλη του ναυάρχου Αλτσχάιμερ», όπως συνήθιζε να λέει, κατάφερε να θυμηθεί το πρόσωπο του στρατηγού με τα χρυσά σιρίτια της στολής και τον Σταυρό των Ιπποτών στο στήθος, τα δραματικά δευτερόλεπτα πριν την απαγωγή εκείνο το βράδυ της 26ης Απριλίου 1944, όταν μαζί με τον Βρετανό λοχαγό Στάνλεϊ «Μπίλι» Μος έβλεπαν το αυτοκίνητο του στρατηγού να πλησιάζει σ΄ ένα υποτιθέμενο σημείο ελέγχου στον δρόμο που οδηγούσε στο Ηράκλειο. Ντυμένοι με γερμανικές στολές είχαν σταματήσει το αυτοκίνητο για «έλεγχο», και σε μια επιχείρηση που δεν είχε κρατήσει πάνω από εβδομήντα δευτερόλεπτα, είχαν συλλάβει τον στρατηγό, με τη βοήθεια λίγων Κρητικών ανταρτών που εμφανίστηκαν από το σκοτάδι την τελευταία στιγμή.
Ο «Πάντι» και ο «Μπίλι» ήταν αξιωματικοί της Διεύθυνσης Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE) με έδρα το Κάιρο, και η αποστολή τους ήταν να απαγάγουν έναν Γερμανό στρατηγό, να τον μεταφέρουν ταχύτατα σε μια απομονωμένη ακτή στην άλλη πλευρά της Κρήτης και στη συνέχεια διά θαλάσσης στην Αίγυπτο.
Όπως αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο η Άρτεμις Κούπερ, συγγραφέας και βιογράφος, «ο Πάτρικ Λη Φέρμορ είχε ήδη συνεργαστεί με την Κρητική Αντίσταση για δύο χρόνια πριν σχεδιαστεί η Επιχείρηση Κράιπε, και πάντα τόνιζε ότι δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τους ίδιους τους Κρητικούς, όχι μόνο την ομάδα που σχεδίασε και εκτέλεσε την απαγωγή, αλλά και τους andartes (sic), τους βοσκούς και τους χωρικούς που τους τάισαν και τους έκρυψαν με τρομακτικό κίνδυνο για τους εαυτούς τους. Η επιχείρηση και ο Λη Φέρμορ θα έχουν πάντα μια ξεχωριστή θέση στην κρητική μνήμη».
Εβδομήντα δευτερόλεπτα… μια ολόκληρη ζωή!
Σύμφωνα με τον στρατιωτικό ιστορικό Άντονι Μπίβορ, ο ανταρτοπόλεμος στην ανατολική Μεσόγειο ασκούσε μεγάλη γοητεία στους νεαρούς Βρετανούς που το αίμα τους έβραζε. Ανάμεσά τους ακαδημαϊκοί, αρχαιολόγοι, ελληνιστές, αλλά και τυχοδιώκτες, έως και άτομα του «κοινού ποινικού δικαίου», που αναζητούσαν μια θέση στην νεοϊδρυθείσα το 1940 Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE) με κεντρικά στην Μπέικερ Στριτ στο Λονδίνο, και αντικειμενικό σκοπό τις δολιοφθορές στις κατεχόμενες χώρες. Όπως θα γράψει αργότερα ο Πάτρικ Λη Φέρμορ «μπήκαν εκεί μέσα εξαιτίας του ότι στα νιάτα τους είχαν διαλέξει το μάθημα των Ελληνικών στα σχολεία».
Καθώς το καλοκαίρι του 1940 τα σύννεφα του πολέμου στα Βαλκάνια γίνονταν όλο και πιο απειλητικά, πολλοί εκλεκτοί της Μπέικερ Στριτ «ετοίμαζαν βαλίτσες» για το νέο τους πόστο. Ανάμεσά τους και ένας αρχαιολόγος ο Τζον Πέντλμπιουρι, που ήδη βρισκόταν σ’ ελληνικό έδαφος λίγες εβδομάδες πιο πριν, αλλά και ο Νίκολας Χάμοντ επίσης αρχαιολόγος και καθηγητής στο Κέμπριτζ. Και οι δυο τους πέρα από την αρχαιολογία είχαν εκπαιδευτεί στα εκρηκτικά, και μαζί με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ θα ζήσουν τις δραματικές στιγμές της εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και τη Μάχη της Κρήτης τον Μάιο του 1941, πριν την ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Ναζί. Ο Τζον Πέντλμπιουρι, μια «καλτ φιγούρα» με γυάλινο μάτι και μπαστούνι-ξίφος, συνελήφθη βαριά τραυματισμένος από τους Γερμανούς τις πρώτες ημέρες της εισβολής, στις μάχες γύρω από το Ηράκλειο και εκτελέστηκε εν ψυχρώ.
Ο Φέρμορ θα διαφύγει την τελευταία στιγμή μ’ ένα πλοίο που παρόλο είχε χτυπηθεί εν πλω κατάφερε να φτάσει στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου λίγες μέρες αργότερα θα μετακινηθεί στο Κάιρο. Εκεί σ’ ένα σχολείο ανορθόδοξου πολέμου θα γνωρίσει δυο Κρητικούς τον Γιώργο Τυράκη και τον Μανώλη Πατεράκη οι οποίοι αργότερα θα παίξουν κομβικό ρόλο στην Επιχείρηση Κράιπε.
Τον Ιούνιο του 1942 επέστρεψε μυστικά με καΐκι στην Κρήτη, και ήταν η πρώτη από μια σειρά αποστολών όπου μεταμφιεσμένος σε βοσκό θα συντόνιζε το δίκτυο αντίστασης στο νησί. Ένα χρόνο αργότερα έχοντας «ενσωματωθεί» στην κρητική κουλτούρα, τα νέα από τον έξω κόσμο είναι άκρως ενδιαφέροντα. Το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι καταρρέει μετά τη συμμαχική εισβολή στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943, και οι Ιταλοί φασίστες στην Κρήτη πολεμούν υπό γερμανική διοίκηση. Όχι όμως και ο Ιταλός στρατηγός Κάρτα, που μαζί με κάποιους αξιωματικούς του επιτελείου του φυγαδεύτηκαν από τους αντάρτες και τον Φέρμορ για να οδηγηθούν τελικά στην Αίγυπτο. Από μια συγκυρία της τύχης ο Πάντι βρέθηκε αποκλεισμένος στο πλοίο που μετέφερε τον Ιταλό στρατηγό, ταξιδεύοντας μαζί του προς τις αφρικανικές ακτές.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1944 θα επιστρέψει ξανά, αυτή τη φορά θα πέσει με αλεξίπτωτο στο οροπέδιο του Ομαλού, σαράντα χιλιόμετρα νότια των Χανίων. Η ζώνη προσγείωσης είναι τόσο στενή που το αεροπλάνο αφού έριξε μόνον τον ίδιο αναγκάστηκε ν’ αποχωρήσει λόγω καιρού. Ο Λη Φέρμορ θα περιμένει επτά εβδομάδες μέχρι να φτάσει η υπόλοιπη ομάδα με τον Μπίλι Μος. Την παραμονή της άφιξης της θα στείλει μέσω ασυρμάτου μια αναφορά στο Κάιρο λέγοντας πως ο στρατηγός Μιούλερ έχει αντικατασταθεί.
Μεταμφιεσμένος σε βοσκό ο Πάντι θα παρεισφρήσει στο Ηράκλειο με τη βοήθεια του Μιχάλη Ακουμιανάκη. Το σημείο ενδιαφέροντος βρίσκεται δυο χιλιόμετρα βόρεια από τις Αρχάνες, στη συμβολή με τον δρόμο του Ηρακλείου, όπου μια κλειστή στροφή υποχρεώνει κάθε όχημα να κόψει ταχύτητα. Εδώ θα στήσουν την παγίδα. «Θήραμά» τους ο νέος επικεφαλής της 22ης Μεραρχίας Σεβαστουπόλεως, στρατηγός Χάινριχ Κράιπε. Στον δρόμο από τις Αρχάνες που είχε το αρχηγείο του, επέστρεφε κάθε βράδυ προς την Κνωσό και τη βίλα Αριάδνη όπου διέμενε. Ένας Κρητικός, ο Ηλίας Αθανασάκης θα έκανε χρέη «τσιλιαδόρου». Μια μικρή ομάδα εννέα ανταρτών θα αιχμαλώτιζε τον στρατηγό την κατάλληλη στιγμή.
Για τέσσερις συνεχόμενες βραδιές ο Κράιπε επέστρεφε νωρίς, πριν νυχτώσει. Όμως το βράδυ της 26ης Απριλίου ο στρατηγός ήταν ακόμα στο αρχηγείο. Τότε ο Πάντι και ο Μπίλι Μος φόρεσαν τις γερμανικές στολές των «πεταλάκηδων» της στρατονομίας και πήραν θέσεις. Στις 9:30 το σινιάλο ενός φακού σήμαινε πως το αυτοκίνητο με τον στρατηγό ερχόταν!
Όπως αναφέρει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ «ο Μος και εγώ κουνήσαμε πάνω-κάτω τους κόκκινους φακούς που κρατούσαμε και το αυτοκίνητο σταμάτησε. Άνοιξα τη δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου, φώτισα το εσωτερικό με τον φακό, και είδα τον στρατηγό που καθόταν δίπλα στον οδηγό του. Ζήτησα τα χαρτιά του στα γερμανικά και όσο εκείνος εξηγούσε ο Μος άνοιξε την άλλη πόρτα, χτύπησε δυνατά τον οδηγό μ’ ένα κλομπ, τον τράβηξε έξω και τον έστειλε στην πλευρά των Κρητικών, που τον αφόπλισαν, του πέρασαν χειροπέδες και ξεκίνησαν για τα βουνά. Την ίδια στιγμή η ομάδα μου και εγώ αρπάξαμε τον στρατηγό, τον δέσαμε και τον βάλαμε στο πίσω κάθισμα. Ο Πατεράκης, ο Τυράκης και ο Σαβιολάκης μπήκαν μέσα μαζί του με τρία ημιαυτόματα να εξέχουν από τα παράθυρα, και δυο μαχαίρια ν’ απειλούν τον στρατηγό.
«Η υπόλοιπη ομάδα σκόρπισε αμέσως. Φόρεσα το πηλήκιο του στρατηγού και κάθισα στη θέση του, δίπλα στον Μος, που έβαλε μπρος και ξεκίνησε για το Ηράκλειο. Η όλη επιχείρηση κράτησε λίγο παραπάνω από ένα λεπτό και οι Κρητικοί εκτέλεσαν τις κινήσεις τους με φοβερή ακρίβεια. Ένα αυτοκίνητο και τρία φορτηγά με στρατιώτες πέρασαν από δίπλα μας δυο λεπτά αφότου ξεκινήσαμε, άρα είχαμε προλάβει στην κόψη του ξυραφιού».
Το αυτοκίνητο με τους ναζιστικούς θυρεούς και τους ετερόκλητους επιβάτες προχώρησε προς το Ηράκλειο, και στη συνέχεια από την Χανιόπορτα, το κυριότερο γερμανικό φυλάκιο της πόλης, κατευθύνθηκε στο δρόμο για το Ρέθυμνο. Πέρασαν συνολικά 22 μπλόκα χωρίς να τους σταματήσει κανείς, ενώ πολλοί Γερμανοί στρατιώτες απέδιδαν τον προβλεπόμενο χαιρετισμό στο αυτοκίνητο του στρατηγού.
Μετά από μιάμιση ώρα ταξίδι η ομάδα διασπάστηκε. Ο Μος, ο Πατεράκης και ο Σαβιολάκης βγήκαν από το αυτοκίνητο μαζί με τον Κράιπε και άρχισαν την ανάβαση του όρους Ίδη, προς τα Ανώγεια. Ο Φέρμορ με τον Τυράκη προχώρησαν προς τα Χελιανά Ρεθύμνης, όπου ένα μονοπάτι οδηγούσε στην (τότε) ερημική παραλία του Αμιρά, και άφησαν το αυτοκίνητο μ’ ένα σημείωμα προς τις γερμανικές αρχές ότι ο στρατηγός είχε απαχθεί από Βρετανούς κομάντος που τον οδηγούσαν στο Κάιρο. Όταν ξημέρωσε η ομάδα του Φέρμορ ενώθηκε με αυτή του Μος στα Ανώγεια και το σούρουπο εκείνης της ημέρας ξεκίνησε η επίπονη ανάβαση στην Ίδη. Μετά από πορεία στον Ψηλορείτη, στις πιο ορεινές περιοχές της Κρήτης ανάμεσα σε χιονισμένες βουνοκορφές, που εναλλάσσονταν από οροπέδια με τα πιο σπάνια αγριολούλουδα της Ευρώπης, αλλά και γκρεμούς με τρεχούμενα νερά, οι απαγωγείς με τον στρατηγό Κράιπε άλλοτε υποβασταζόμενο και άλλοτε σε μουλάρι έφτασαν μετά από δεκαοχτώ ημέρες πορείας στην παραλία Περιστερές, 47 χλμ νοτιοδυτικά του Ρεθύμνου, ανάμεσα στο φημισμένο μεσαιωνικό Φραγκοκάστελο και το χωριό Ροδάκινο, όπου τους παρέλαβε βρετανική ακταιωρός. Το ξημέρωμα της 15ης Μαΐου 1944 αγκυροβόλησαν στη Μάρσα Ματρούχ της Αιγύπτου, και αργότερα στο Κάιρο αποδόθηκαν στον Κράιπε τιμές στρατηγού εν αιχμαλωσία. Σύντομα θα οδηγηθεί στην Βρετανία για ανάκριση, αλλά για τον ίδιο ο πόλεμος έχει ήδη τελειώσει.
Ο Φέρμορ θα επιστρέψει ξανά στην Κρήτη στα τέλη Οκτωβρίου του 1944, αλλά τότε η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Το μεγαλύτερο μέρος του νησιού έχει απελευθερωθεί, γερμανικές φρουρές παραμένουν όμως σε θύλακες γύρω από τα Χανιά και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, πριν την τελική τους παράδοση στο τέλος του πολέμου.
Όταν η ναζιστική Γερμανία συνθηκολόγησε στις 8 Μαΐου 1945, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ βρισκόταν στο Λονδίνο, όπου θα αποστρατευτεί λίγο αργότερα. Σύντομα θα βρεθεί και πάλι στην Ελλάδα όπου μέχρι τον θάνατό του το 2011 έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Μάνη, σ’ ένα σπίτι που είχε σχεδιάσει μαζί με την φωτογράφο σύζυγό του Τζόαν.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ταξιδιωτικούς συγγραφείς της εποχής μας και οι περιπλανήσεις του ξεκινούν το 1933, όταν προκειμένου ν’ αποφύγει τη στρατιωτική ακαδημία που τον προόριζαν μπήκε σε μια μαούνα στον Τάμεση για να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη ένα χρόνο αργότερα. Από εκεί πέρασε στην Ελλάδα, τη χώρα που τον γοήτευσε όσο τίποτε άλλο στη ζωή του.
Όπως συνήθιζε να λέει «πατρίδα είναι το μέρος όπου κανείς αφήνει τα βιβλία του».
Βασίλης Πιας
Πηγή φωτογραφίας: Gabriella Bullock, Wikimedia Commons.