«Ο καιρός στην Αθήνα φαινόταν καλός. Προς το μεσημέρι, άρχισε να φυσά νοτιοδυτικός άνεμος: ο περίφημος σιρόκος, ο τόσο τρομερός στις ερήμους της Αφρικής, που κάνει αισθητή την παρουσία του όχι μόνο στην Αθήνα αλλά μέχρι και τη Ρώμη. Η ατμόσφαιρα σκοτείνιασε ανεπαίσθητα· λίγα άσπρα σύννεφα με κάποιες γκρίζες πινελιές μαζεύτηκαν στον ορίζοντα· όλα τριγύρω άρχισαν να θαμπώνουν, ενώ οι ήχοι έχασαν την καθαρότητά τους· δεν ξέρω τι ήταν εκείνο το αποπνικτικό που φαινόταν να πλακώνει τη γη». Αυτά αναφέρει ο γάλλος δημοσιογράφος, Εντμόντ Αμπού, για τον αέρα που ένιωσε να έρχεται από την Αφρική στην ελληνική πρωτεύουσα, μεταφέροντας προφανώς μαζί του και σκόνη από τη γειτονική ήπειρο. Μόνο που η περιγραφή δεν αφορά το περιστατικό που βιώσαμε τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα αλλά ένα αντίστοιχο φαινόμενο που βίωσε ο ίδιος την πολύ μακρινή δεκαετία του 1850.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριξαν πως η αφρικανική σκόνη που κάλυψε τα πάντα στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας την περασμένη Τρίτη ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και οφείλεται εν πολλοίς στην κλιματική αλλαγή.
Όπως αναφέρει ο γνωστός μετεωρολόγος και διευθυντής της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, Θοδωρής Κολυδάς, έντονη μεταφορά αφρικανικής σκόνης έχει καταγραφεί επίσης στις 7 Μαρτίου 1902, στις 28 Μαρτίου 1931, στις 23 Απριλίου 1965, στις 14 Απριλίου 2008, στις 21 Μαΐου 2008, στις 17 Απριλίου 2005, στις 25 Φεβρουαρίου 2001, στις 24 Φεβρουαρίου 2006, στις 6 Μαρτίου 2009, στις 21 Μαΐου 2008 και στις 10 Νοεμβρίου 2010.
Η χώρα την εποχή του βασιλέα Όθωνα
Εμείς βρήκαμε μια ακόμα παλαιότερη αναφορά, του προπερασμένου αιώνα, που καταγράφεται στο βιβλίο «Η Ελλάδα του Όθωνα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Το εμβληματικό έργο του Εντμόντ Αμπού πρωτοεκδόθηκε στο Παρίσι το 1854 (υπό τον τίτλο «La Grece contemporaine» – «Η σύγχρονη Ελλάδα») και σε αυτό ο γάλλος περιηγητής περιγράφει με την καυστική του πένα τις συνθήκες που επικρατούσαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος εκείνη την εποχή. Σε ένα από τα κεφάλαια κάνει μνεία στον καιρό που συνάντησε ερχόμενος στα μέρη μας.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτός ο τόσο όμορφος ουρανός (σ.σ. της Ελλάδας) κρύβει τα πιο περίεργα καπρίτσια. Θυμάμαι ότι τη μέρα της άφιξής μου στην Αθήνα, ήθελα πριν από το γεύμα να σκαρφαλώσω στην κορυφή του Υμηττού· και με έκπληξη έμαθα ότι το βουνό αυτό, που φαινόταν τόσο κοντά μας, ήταν από το σπίτι μας δύο ώρες δρόμος και περισσότερο. Ο καιρός φαινόταν καλός. Προς το μεσημέρι, άρχισε να φυσά ο νοτιοδυτικός άνεμος: είναι ο περίφημος σιρόκος, ο τόσο τρομερός στις ερήμους της Αφρικής, που κάνει αισθητή την παρουσία του όχι μόνο στην Αθήνα αλλά μέχρι και τη Ρώμη. Η ατμόσφαιρα σκοτείνιασε ανεπαίσθητα· λίγα άσπρα σύννεφα με κάποιες γκρίζες πινελιές μαζεύτηκαν στον ορίζοντα· όλα τριγύρω άρχισαν να θαμπώνουν, ενώ οι ήχοι έχασαν την καθαρότητά τους· δεν ξέρω τι ήταν εκείνο το αποπνικτικό που φαινόταν να πλακώνει τη γη. Ένιωθα μια άγνωστη κόπωση να με κυριεύει και να εκμηδενίζει τις δυνάμεις μου.
Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά του βοριά· τον καταλαβαίνεις κυρίως από τον δυνατό, σκληρό και συριστικό ήχο του· έσειε τα δέντρα, χτυπούσε τα σπίτια τόσο που νόμιζες πως θα τα γκρεμίσει, και, κυρίως, είχε φέρει μαζί του από τα χιόνια της Θράκης ένα τόσο δυνατό και τσουχτερό κρύο που μας έκανε να τρέμουμε στη γωνιά της φωτιάς κουκουλωμένοι στα πανωφόρια μας. Ευτυχώς ο βόρειος άνεμος δεν φυσά κάθε μέρα: πέρασα στην Αθήνα έναν χειμώνα που δεν έδειξε τα δόντια του ούτε δεκαπέντε φορές καλά καλά· μα όταν πιάνει, είναι φοβερός».
«Οι Αθηναίοι έχουν χειμώνα 15 μέρες τον χρόνο»
Και συνεχίζει: «Στις 21 Μαρτίου 1852, τη μέρα που ξεκινά η άνοιξη στα ημερολόγια, υποχρεωθήκαμε να φάμε με φως, με κλειστά τα παραθυρόφυλλα, τις κουρτίνες τραβηγμένες, και με μια μεγάλη φωτιά να καίει· κρυώναμε. Οι Αθηναίοι, με δεκαπέντε μέρες βοριά, έχουν όλο τον χειμώνα που έχουμε εμείς σε τέσσερις μήνες (σ.σ. στη Γαλλία). Ο ουρανός, όμως, τους διώχνει τον πάγο, ενώ το χιόνι το έχουν μόνο ακουστά. Μία φορά στα είκοσι χρόνια έπεσε πάγος στην πεδιάδα των Αθηνών και το θερμόμετρο κατέβηκε δύο βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ήταν τον Ιανουάριο του 1850, κατά τον αποκλεισμό του ναυάρχου Πάρκερ: το κρύο και ο πόλεμος, δύο φοβερές μάστιγες, χτύπησαν ταυτόχρονα τον δυστυχισμένο αυτόν τόπο. Σε μία νύχτα ζώα και δέντρα χάθηκαν κατά χιλιάδες: ούτε τα ζώα ούτε τα δέντρα είχαν αντοχή στο κρύο».
Η πόλη με τις λιγότερες βροχές
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «η Αθήνα είναι ίσως η πόλη της Ελλάδας με τις λιγότερες βροχές· δεν πρέπει επομένως να μας κάνει εντύπωση που η Αττική είναι πιο ξερή από τη Λακωνία, την Αργολίδα ή τη Βοιωτία, Οι εξοχές της Σπάρτης γεννούν μια βλάστηση ρωμαλέα, όπως είναι και οι Λακεδαιμόνιοι· ο κάμπος του Άργους είναι πλούσιος αλλά άχαρος, και η εξαιρετική ευφορία τού προσδίδει κάτι το ιδιαίτερα άξεστο, που θυμίζει τον επιδεικτικό πλούτο του Αγαμέμνονα· η ευφορία από το παχύ έδαφος των ελών δίπλα στη Θήβα κρύβει κάτι το βοιωτικό, ο κάμπος της Αττικής είναι κομψοτέχνημα από κάθε άποψη, λεπτός σε όλες του τις γραμμές, με κάτι το αρχοντικό και στεγνό και μια λιτή κομψότητα όπως και ο όλο χάρη και λεπτότητα λαός που εξέθρεψε.
Η Ελλάδα είναι ένας τόπος ανθυγιεινός· οι εύφορες πεδιάδες, οι τραχείς βράχοι, οι γελαστές ακρογιαλιές, όλα κρύβουν πίσω τους τον πυρετό· αν αναπνέεις κάτω από τις πορτοκαλιές έναν αέρα μεθυστικό, δηλητηριάζεσαι· λες και στη γηραιά αυτή Ανατολή ακόμα κι ο αέρας βρίσκεται σε αποσύνθεση. Η άνοιξη και το φθινόπωρο φέρνουν σε όλη τη χώρα περιοδικούς πυρετούς. Εξαιτίας τους, τα παιδιά πεθαίνουν, οι άνθρωποι υποφέρουν. Χρειάζονται μερικά εκατομμύρια για να αποξηρανθούν οι βάλτοι, να εξυγιανθεί ο τόπος και να σωθεί όλος ο λαός. Ευτυχώς, η ελληνική φυλή έχει τέτοιο σφρίγος, που ο πυρετός μόνο τα παιδιά σκοτώνει: οι ενήλικες έχουν κάποιες κρίσεις την άνοιξη· τους πέφτει ο πυρετός και τον ξεχνούν μέχρι το φθινόπωρο».