Ανάλογο με το μέγεθος της γερμανικής οικονομίας είναι το μέτρο της επιβολής ανώτατης τιμής στο φυσικό αέριο, το οποίο θα κοστίσει έως και 200 δισεκατομμύρια ευρώ, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, υπερασπιζόμενος την απόφαση της κυβέρνησής του, η οποία έχει προκαλέσει έντονη κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Αν το μετρήσουμε σε σχέση με το μέγεθος της γερμανικής οικονομίας και τη διάρκεια ισχύος έως το 2024, θα δούμε ότι το μέτρο είναι αναλογικό. Αντιστοιχεί σε αυτά που έχουν αποφασίσει άλλες χώρες της ΕΕ και ως εκ τούτου δεν είναι υπερβολικού μεγέθους» δήλωσε ο κ. Λίντνερ στο δεύτερο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF από το Λουξεμβούργο, λίγο πριν από την έναρξη του συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ.
Χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και το Λουξεμβούργο, όπως υπενθυμίζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επέκριναν τα γερμανικά μέτρα, τονίζοντας ότι δεν έχουν όλες οι χώρες τις ίδιες δυνατότητες και, επομένως, θα μπορούσαν να προκληθούν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά. Ο κ. Λίντνερ τόνισε πάντως ότι η Γερμανία θα επιστρέψει το 2023 στο «φρένο χρέους» της, το οποίο θα επιτρέπει και πάλι περιορισμένο νέο δανεισμό. Το μέτρο του πλαφόν, εξήγησε, θα χρηματοδοτηθεί φέτος μέσω του «Ταμείου Σταθεροποίησης» που αρχικά δημιουργήθηκε για τη στήριξη των επιχειρήσεων κατά την πανδημία του κορονοϊού. Τα χρήματα, όπως είπε, προορίζονται «πολύ σθεναρά για την αποτροπή της οικονομικής ζημιάς στην ιδιαίτερα ευάλωτη γερμανική οικονομία». Προσερχόμενος στη συνεδρίαση του ECOFIN, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών τόνισε ακόμη ότι είναι απαραίτητο να επιτευχθούν από κοινού αγορές ενέργειας και να μεταρρυθμιστεί η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικού ρεύματος.
Σε κοινό άρθρο τους χθες, Δευτέρα, στην Frankfurter Allgemeine Zeitung οι Επίτροποι Πάολο Τζεντιλόνι και Τιερί Μπρετόν ανέφεραν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τάσσεται υπέρ προσωρινών και στοχευμένων μέτρων ώστε να μην υπάρχει μόνιμη δημοσιονομική επιβάρυνση, αλλά και υπέρ συντονισμένης δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γερμανικό πακέτο εγείρει ερωτήματα, έγραψαν οι δύο Επίτροποι και ζήτησαν κοινούς μηχανισμούς στήριξης, στο πρότυπο του ευρωπαϊκού προγράμματος Sure κατά τη διάρκεια της πανδημίας.