To μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Γενς Βάιντμαν, υπερασπίσθηκε το σχέδιό της να αναγκάσει τις τράπεζες να σχηματίζουν περισσότερες προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους, λέγοντας ότι το υψηλό επίπεδο των δανείων αυτών εμποδίζει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων.
Η ΕΚΤ δέχθηκε πρόσφατα πυρά για την πρότασή της αυτή και ο εποπτικός βραχίονάς της έχει ήδη κάνει πίσω, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι πιθανή μία καθυστέρηση στην εφαρμογή της και μία τροποποίηση των κανόνων. Ο Βάιντμαν, όμως, που είναι επίσης πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Μπούντεσμπανκ) και προβάλλεται ως πιθανός διάδοχος του Μάριο Ντράγκι στην ηγεσία της ΕΚΤ, είπε ότι το σχέδιο είναι λογικό από τη στιγμή που ο όγκος των «κόκκινων» δανείων εμποδίζει μία συμφωνία για την ασφάλιση των καταθέσεων.
«Η ασφάλιση συνήθως καλύπτει τη μελλοντική ζημιά, όχι την ήδη υφιστάμενη ζημιά», τόνισε, μιλώντας σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη, προσθέτοντας: «Επομένως, για να είναι επιλέξιμες για μία κοινή ασφάλιση των καταθέσεων, οι τράπεζες της Ευρωζώνης πρέπει είτε να σχηματίζουν πλήρως προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή να τα πουλάνε».
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, τα κόκκινα δάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχονταν σε περίπου 800 δισ. ευρώ στα μέσα του 2017. Αν και η πρόταση της ΕΚΤ αφορά στα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η τράπεζα σχεδιάζει επίσης να παρουσιάσει λεπτομερώς στο πρώτο τρίμηνο του 2018 μία πρόταση για την αντιμετώπιση του υφιστάμενου αποθέματος των κόκκινων δανείων. «Οι προτάσεις που έκανε πρόσφατα η ΕΚΤ για το θέμα αυτό μου φαίνονται ως ένας λογικός τρόπος για να προχωρήσουμε», σημείωσε ο Βάιντμαν. Η Γερμανία αρνείται επί μεγάλο χρονικό διάστημα ένα κοινό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων, φοβούμενη ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα επωμισθούν ανεύθυνες τραπεζικές συμπεριφορές στην περιφέρεια της Ευρωζώνης.
Ο Βάιντμαν είπε επίσης ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να αποφασίσει τον περασμένο μήνα λιγότερη νομισματική στήριξη, καθώς η ανάπτυξη της Ευρωζώνης είναι καλύτερη του αναμενόμενου και η ανάκαμψη της οικονομίας είναι υψηλότερη από ό,τι υπονοούν τα στοιχεία του πληθωρισμού. «Αυτός είναι ο λόγος, που κατά την άποψή μου, μία λιγότερο διακριτή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής το επόμενο έτος και ο καθορισμός μίας σαφούς καταληκτικής προθεσμίας για τις αγορές ομολόγων θα δικαιολογούνταν», είπε.