Επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η ΤτΕ εκτιμά, ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 1,9% φέτος, 2,1% το 2020, και 2,2% το 2021.
Όσον αφορά στα δημόσια οικονομικά, λαμβάνοντας υπόψιν τα πρόσφατα επεκτατικά μέτρα που ψηφίσθηκαν από τη Βουλή, η ΤτΕ επαναδιατυπώνει την πρόβλεψη του Διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ φέτος έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ.
Η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι η Ελληνική οικονομία από το 2010 μέχρι και σήμερα έχει επιτύχει μια άνευ προηγουμένου διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Προειδοποιεί ωστόσο ότι η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, ενώ σημαντικοί κίνδυνοι προέρχονται τόσο από το εγχώριο περιβάλλον, που σχετίζονται με την οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή και την ακύρωσή τους, όσο και από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων.
Η κεντρική τράπεζα συστήνει προώθηση και όχι αναστολή ή κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Κάτι τέτοιο θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα υποβοηθήσει τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, εξωστρεφές πρότυπο, με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Το επενδυτικό κενό μπορεί στην περίπτωση αυτή να καλυφθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και με ρεαλιστικούς ρυθμούς επενδύσεων, εφόσον οι επενδύσεις επικεντρωθούν στους πλέον παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας.
Για το σκοπό αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη στο προσεχές διάστημα να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, καθώς αυτές ενθαρρύνουν την ανάληψη πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων.
Όπως παρατηρεί η ΤτΕ, «η αντίδραση των αγορών τις τελευταίες εβδομάδες, με τη μεγάλη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, είναι ένας καλός οιωνός για το μέλλον, αρκεί βεβαίως οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί να επιβεβαιωθούν από έγκαιρες κινήσεις στην οικονομική πολιτική, που αφορούν το επενδυτικό κλίμα».
Όσον αφορά στο τραπεζικό σύστημα η ΤτΕ εκτιμά ότι η μείωση το του αποθέματος των κόκκινων δανείων, αποτελεί μια από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο παρέμεινε το Μάρτιο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (45,2%). Η ΤτΕ θεωρεί ότι είναι ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες. Εκτιμά δε ότι παρά τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι ρυθμοί μείωσης δεν επαρκούν ώστε να επιτευχθεί σύντομα σύγκλιση προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη ρύθμιση. Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων ρυθμίσεων.
Υπενθυμίζεται ότι όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, στόχος είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021.