Στο 1,5% ή λίγο χαμηλότερα διατηρεί την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017 το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην τριμηνιαία έκθεσή του.
Επιπλέον, αναμένεται νέα κάμψη της ανεργίας το 2017, με μικρότερο ρυθμό. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε κατά τη διάρκειας συνέντευξης Τύπου, η πτώση της ανεργίας υπολογίζεται περίπου σε μία ποσοστιαία μονάδα, στο 22,2%.
«Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης απομακρύνει την αβεβαιότητα, ενισχύει την εμπιστοσύνη και δημιουργεί προϋποθέσεις για την επαναφορά της οικονομίας μας στην κανονικότητα», ανέφερε ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος και πρόσθεσε: «Είναι γεγονός ότι σε έναν χρόνο από σήμερα, το πρόγραμμα τελειώνει. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι μία πολύ μεγάλη προσπάθεια από όλους (την πολιτική ηγεσία, τις επιχειρήσεις, τους θεσμικούς φορείς και τους πολίτες) να μην παγιδευτούμε στο τέλμα της οικονομικής στασιμότητας. Όλοι μας πρέπει να προσπαθήσουμε να επιδιώξουμε την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, όπως έχουν κάνει άλλες χώρες σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να παραδειγματιστούμε από χώρες, οι οποίες στο πρόσφατο παρελθόν βρέθηκαν στην ίδια δύσκολη θέση όπως και η Ελλάδα και κατάφεραν σύντομα να πετύχουν αξιοζήλευτες επιδόσεις (π.χ. Εσθονία και Τσεχία). Πρέπει εμείς να απεγκλωβιστούμε από τους κοινωνικούς προβληματισμούς του περασμένου αιώνα. Μόνο έτσι θα πετύχουμε τη μείωση του χρέους και την επιδιωκόμενη κοινωνική ευημερία».
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, σημείωσε ότι «ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης για την οικονομία της χώρας εφέτος θα κινηθεί στην περιοχή του 1,5% σε πραγματικούς όρους. Σ’ αυτό το ποσοστό εάν προστεθεί ποσοστό 1,5% στον πληθωρισμό, η οικονομία θα μπορούσε κάτω από κάποιες συνθήκες, σε όρους ονομαστικούς, να τρέξει με ένα ποσοστό κοντά στο 3%. Αυτό το 1,5% σε όρους πραγματικής ανάπτυξης είναι ποσοστό που προέκυπτε από τους δικούς μας υπολογισμούς εδώ και πάρα πολλούς μήνες και σε αυτήν την πρόβλεψη συγκλίνουν τα στοιχεία.
Σε σχέση με αυτά που παρουσιάσαμε σε προηγούμενες εκθέσεις φαίνεται ότι είναι διαφορετική η δυναμική των επιμέρους συνιστωσών του ΑΕΠ. Άρα, βλέπουμε ότι η κατανάλωση θα τρέξει λίγο πιο γρήγορα από ό,τι προβλέπαμε, αλλά και οι επενδύσεις θα τρέξουν πιο γρήγορα από ό,τι προβλέπαμε. Στις εξαγωγές, η εικόνα είναι ίδια με τις προηγούμενες προβλέψεις, όμως, φαίνεται ότι είναι πιο ισχυρή η δυναμική των εισαγωγών».
Ο κ. Βέττας επισήμανε ότι «η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι θετικό στοιχείο και κάθε φορά, στα χρόνια της κρίσης, που απομακρυνόμαστε από τον γκρεμό, αυτή η στροφή προς την κανονικότητα αποδυναμώνει τους φόβους και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα δυναμικό στην οικονομία και αμέσως υπάρχει μία ανάκαμψη. Το ζητούμενο είναι αυτή η ανάκαμψη που έχει πρόσκαιρα χαρακτηριστικά αν μπορεί να αποκτήσει μόνιμα και μεσοπρόθεσμα χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης. Θα είναι μεγάλο λάθος η τρίτη αξιολόγηση, που ξεκινάει σύντομα, να τραβήξει σε μάκρος περισσότερο από ό,τι χρειάζεται».
Επίσης, τόνισε ότι «το ζητούμενο είναι τι θα γίνει μετά τη λήξη του προγράμματος. Υπάρχουν πολλές επιλογές μπροστά. Το πιο πιθανό είναι ότι θα υπάρξει ένας σύνθετος δρόμος εξόδου στις αγορές, αλλά αυτό θα γίνει σταδιακά. Το κομμάτι του χρέους που αντιστοιχεί στον επίσημο τομέα είναι τόσο μεγάλο που το επιπλέον επιτόκιο που θα κληθεί να πληρώσει η χώρα αν βγει χωρίς προστασία είναι μεγάλο. Άρα, αναπόφευκτα η προσαρμογή δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη.
Η έξοδος στις αγορές δεν μπορεί να θεωρείται ότι είναι υποκατάστατο των μεταρρυθμίσεων ή της υπόλοιπης αναπτυξιακής πορείας. Αν η έξοδος στις αγορές γίνει σταδιακά, ενώ προωθούνται τα υπόλοιπα τμήματα τους προγράμματος, θα είναι πολύ σημαντική συνιστώσα. Άλλωστε, οι αποδόσεις οι οποίες καταγράφονται στα ελληνικά ομόλογα και στο ελληνικό Χρηματιστήριο δείχνουν ότι δυνατότητες υπάρχουν. Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι μία μικρή έξοδος στις αγορές είναι ο στόχος, είναι ενδιάμεσο εργαλείο».
Το ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπως υπογράμμισε ο κ. Βέττας, είναι πλέον ευνοϊκό. «Η Ελλάδα τρέχει με θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Υπάρχουν οι δυνατότητες, μέσα στα επόμενα χρόνια, αν δεν γίνουν λάθη, να είναι αυτή η απαρχή μίας πορείας. Αν όμως θεωρηθεί ότι το σύνολο της προσπάθειας έχει πλέον εξαντληθεί, τότε μπορεί να δοκιμάσουμε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις, καθώς θα πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του προγράμματος».