«Η ελληνική βιομηχανία ενδυμάτων υφίσταται με ένταση τα τελευταία χρόνια τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης», υπογράμμισε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, μιλώντας σε εκδήλωση για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία.
Όπως ανέφερε, οι ελληνικές επιχειρήσεις, βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη δραματική μείωση της εγχώριας ζήτησης, με την εξαφάνιση της ρευστότητας και της πρόσβασης σε χρηματοδότηση. Και βεβαίως με δημοσιονομικά – και ιδιαίτερα φορολογικά – μέτρα τα οποία συρρικνώνουν τα περιθώρια κέρδους και υποβαθμίζουν τη θέση τους έναντι των διεθνών αλυσίδων του λιανεμπορίου.
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο: «Παρά τις δυσκολίες αυτές, είναι πολλές οι επιχειρήσεις που συνειδητοποιούν ότι η διέξοδος δεν βρίσκεται στη μεταφορά της παραγωγής και σε λύσεις που μειώνουν το κόστος σε βάρος της ποιότητας.
Είναι πολλές οι επιχειρήσεις που κρατούν ψηλά τον πήχη και δίνουν έναν μεγάλο αγώνα για να διατηρήσουν μια ανταγωνιστική σχέση ποιότητας και τιμής. Επιχειρήσεις που επενδύουν επένδυσαν στρατηγικά στη διαφοροποίηση και στην εξωστρέφεια, διεκδικώντας μερίδιο στη διεθνή αγορά.
Χαρακτηριστικό αυτής της προσπάθειας είναι το γεγονός ότι, μέσα σε ένα αντίξοο οικονομικό περιβάλλον, η αξία των εξαγωγών στον τομέα της ένδυσης ανήλθε το πρώτο τρίμηνο του 2017 σε 160 εκατομμύρια ευρώ, καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 9% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά».
Κατά τον πρόεδρο του ΕΒΕΑ υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, μεγάλα περιθώρια και ευκαιρίες για περαιτέρω αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας του ελληνικού ενδύματος.
Και ένα από τα σημαντικότερα πεδία ευκαιριών εντοπίζεται στον τομέα της λεγόμενης οικολογικής αγοράς, είπε ο κ. Μίχαλος. Είναι αλήθεια, πρόσθεσε, ότι η βιομηχανία ένδυσης παγκοσμίως προκαλεί σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Με τη μορφή της κατανάλωσης ενέργειας και φυσικών πόρων, της χρήσης ρυπογόνων ουσιών για τη λεύκανση και την επεξεργασία των πρώτων υλών, αλλά και της δημιουργίας τεράστιων όγκων απορριμμάτων, στο πλαίσιο της «γρήγορης μόδας».
Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο παράγονται περίπου 60 δισεκατομμύρια κιλά υφασμάτων, για τα οποία καταναλώνονται περίπου 9.000 δισεκατομμύρια λίτρα νερού, ενώ χρησιμοποιούνται περίπου 8.000 χημικές ουσίες.
Στην αύξηση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης συντελεί και το γεγονός ότι πολλοί κατασκευαστές ενδυμάτων – κυρίως πολυεθνικές εταιρίες – κατευθύνουν την παραγωγή τους σε χώρες χαμηλότερου κόστους, οι οποίες όμως διαθέτουν ιδιαίτερα χαλαρούς ή και ανύπαρκτους περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία της μόδας έχει αρχίσει – αργά αλλά σταθερά – να κινείται προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας.
Με ενδύματα που κατασκευάζονται από οργανικά υλικά, δεν έχουν υποστεί χημικές επεξεργασίες και είναι σχεδιασμένα ώστε να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Η ζήτηση ακόμη παραμένει αρκετά χαμηλή, ωστόσο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ενίσχυσης στα επόμενα χρόνια. Για την ελληνική παραγωγή, τόνισε ο κ. Μίχαλος, αυτό συνιστά μια σημαντική ευκαιρία.
«Η Ελλάδα καλλιεργεί χιλιάδες στρέμματα βαμβακιού, από τα οποία ελάχιστα είναι βιολογικά. Την ίδια ώρα η Τουρκία είναι η νούμερο ένα χώρα παραγωγός βιολογικού βαμβακιού και καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ζήτησης», σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό και την κατασκευή ενδυμάτων, είναι αρκετές οι ελληνικές εταιρίες που τολμούν ήδη να επενδύσουν στην οικολογική παραγωγή. Στη χρήση οργανικών πρώτων υλών και βαφών, σε πιστοποιήσεις και σε μια πιο φιλική προς το περιβάλλον παραγωγική διαδικασία. Και βεβαίως είναι πολλές οι νεοφυείς επιχειρήσεις του κλάδου, που δημιουργούνται στη βάση αυτού του μοντέλου, επιδιώκοντας τη διαφοροποίηση και την ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά.
Η ελληνική βιομηχανία έχει λοιπόν κάθε λόγο και συμφέρον να στραφεί στην κατεύθυνση της βιώσιμης παραγωγής. Μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων, όπως το Horizon 2020, υπάρχουν δυνατότητες και ευκαιρίες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θέλουν να δραστηριοποιηθούν σε αυτό το πλαίσιο, ανέφερε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ.
Σημείωσε δε ότι και η Πολιτεία έχει κάθε υποχρέωση να υποστηρίξει αυτή την προσπάθεια. Με την αξιοποίηση πόρων και προγραμμάτων για τη στήριξη σχετικών επενδύσεων, με εργαλεία χρηματοδότησης για την ενίσχυση της εξωστρεφούς δραστηριότητας. Και βεβαίως, με τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με ανταγωνιστικότερους φορολογικούς συντελεστές και μη μισθολογικό κόστος εργασίας.