Την αξιοπιστία των στοιχείων στα οποία βασίζει το ΔΝΤ την κριτική του προς το ελληνικό πρόγραμμα αμφισβητούν ευρωπαϊκοί κύκλοι, παραπέμποντας σε στοιχεία που είναι ήδη δημοσιευμένα.
Ειδικότερα, χαρακτηρίζεται ως «παραπλανητικός» ο ισχυρισμός του ΔΝΤ ότι το 50% των Ελλήνων φορολογουμένων εξαιρούνται από τη φορολόγηση του εισοδήματος, καθώς εάν συνοψιστούν ο φόρος εισοδήματος και οι ασφαλιστικές εισφορές, η φορολόγηση στην Ελλάδα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με βάση, μάλιστα, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2015, ένα πρόσωπο με αποδοχές στο 67% του μέσου όρου και δύο παιδιά έχει φορολογική επιβάρυνση ύψους 15% στην Ελλάδα, η οποία είναι διπλάσια από αυτή της Πορτογαλίας και τουλάχιστον κατά τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή της Ισπανίας.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο, για τη μείωση του οποίου πιέζει το ΔΝΤ, σύμφωνα με κοινούς υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, κατά την πρώτη αξιολόγηση η φορολογική βάση διευρύνθηκε στην Ελλάδα, μειώνοντας το αφορολόγητο κατά 10% και ευθυγραμμίζοντας το με άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία και η Γερμανία.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ΔΝΤ ότι η εισπραξιμότητα των φόρων στην Ελλάδα έχει μειωθεί από 75% στην αρχή του προγράμματος σε 50% τώρα, τονίζεται ότι δεν είναι σωστός, καθώς η φορολογική συμμόρφωση των Ελλήνων τους πρώτους εννιά μήνες του 2016 αυξήθηκε στο 81% για τους τέσσερις βασικούς φόρους, από 77% το 2015.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα πληρώνει πολύ υψηλές συντάξεις στα επίπεδα της Γερμανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται από τα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της έκθεσης του 2015 για τη γήρανση, ο μέσος όρος των συντάξεων στη Γερμανία το 2013 ήταν 1.233 ευρώ το μήνα, ενώ στην Ελλάδα ανερχόταν σε 846 ευρώ το μήνα, δηλαδή κατά 45% χαμηλότερος. Αν, δε, προστεθούν και οι παροχές του κράτους πρόνοιας που στην περίπτωση της Γερμανίας είναι πολλαπλάσιες από αυτές του ελληνικού κράτους, τότε η διαφορά γίνεται δυσανάλογα μεγάλη.