Στο 23ο ECONOMIST Roundtab που πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου μίλησε ο πρόεδρος της Elpedison κ. Andrea Testi.
Aναλυτικότερα, τα κυριότερα σημεία της ομιλίας του προέδρου της Elpedison έχουν ως εξής:
«Το άνοιγμα της Χονδρικής αγοράς ενέργειας ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2005. Το άνοιγμα της αγοράς από ρυθμιστική άποψη πραγματοποιήθηκε με ρυθμό που ήταν πλήρως συνεπής με τις Οδηγίες της ΕΕ καθώς και με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, αυτό ίσχυε πριν δέκα χρόνια.
Κατά το τελευταίο χρόνο, το κανονιστικό και βιομηχανικό πλαίσιο έχει επιδεινωθεί προοδευτικά, λόγω της συσσώρευσης διάφορων στρεβλώσεων στην αγορά.
Ενδεικτικά Παραδείγματα:
- Σύμφωνα με την Οδηγία της ΕΕ, ορισμένες λιγνιτικές μονάδες θα έπρεπε να έχουν παύσει να λειτουργούν μεταξύ του τέλους του 2018 και των αρχών του 2019. Λίγες μόνο μέρες πριν από τις εν λόγω προθεσμίες, δύο υπουργικές αποφάσεις επέκτειναν αυτές τις ημερομηνίες κατά μερικά χρόνια – σε αντίθεση με την Οδηγία της ΕΕ.
- Η ευελιξία στην παραγωγή δεν αποζημιώνεται από την αγορά. Προκειμένου να καλυφθεί αυτό το «κενό», στα μέσα του 2018, δημιουργήθηκε ο Μεταβατικός Μηχανισμός Αποζημίωσης Ευελιξίας των Μονάδων, ο οποίος θα έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι τα τέλη του 2019, μέσω μιας σειράς τριμηνιαίων δημοπρασιών. Παρ’ όλα αυτά, μία ημέρα πριν τη δημοπρασία του Μαρτίου 2019, ο Μηχανισμός ανεστάλη επ’ αόριστον.
- Βάσει της Συμφωνίας με την ΕΕ, το μερίδιο αγοράς του βασικού παίκτη θα έπρεπε να είχε μειωθεί στο 50%, ενώ σήμερα παραμένει ακόμα στο 75%.
- Παρ’ ότι η ρήτρα CO2 ανέρχεται στα 28€/MWh, οι λιγνιτικές μονάδες λειτουργούν εμφανώς εκτός οικονομικών κριτηρίων (merit order), προκαλώντας ζημίες στον λειτουργό τους και αφαιρώντας μερίδιο αγοράς από τις πιο αποτελεσματικές μονάδες παραγωγής – χωρίς καν να αναφέρουμε τις σημαντικές αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον.
- Η ημερομηνία εκκίνησης του νέου μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, του γνωστού ως Target Model, το οποίο αναμένεται ότι θα άρει πολλές από τις τρέχουσες στρεβλώσεις, ορίστηκε –βάσει ελληνικού νόμου– για τις 6 Ιουνίου 2019. Ωστόσο, ακόμη σήμερα το Target Model δεν έχει τεθεί σε λειτουργία, ούτε υπάρχει επιβεβαιωμένη ημερομηνία για την εκκίνησή του.
Τα προηγούμενα χρόνια, η Ελλάδα εγκατέλειψε τον Ευρωπαϊκό δρόμο και άρχισε να υπερασπίζεται σθεναρά την οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά μη βιώσιμη παραγωγή από λιγνίτη. Σήμερα, είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που κατασκευάζει νέο λιγνιτικό εργοστάσιο, σε μία χρονική στιγμή κατά την οποία άλλες χώρες – π.χ. Ιταλία, Γερμανία – επιταχύνουν τις διαδικασίες για την πλήρη απανθρακοποίησή τους. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, σε αυτό το μάλλον αποπνικτικό περιβάλλον, η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα «απώλειας χρημάτων» («missing money»), το οποίο επηρεάζει δραματικά τον βασικό παίκτη ενώ, παράλληλα, πλήττει τους ιδιώτες επενδυτές.
Παρόλα τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις, η ELPEDISON είναι ακόμα έτοιμη να πιστέψει στην Ελλάδα και την ενεργειακή της αγορά, θεωρώντας την σαν τη χώρα-κλειδί της ΕΕ στη ΝΑ Ευρώπη, τοποθετημένη σε τέτοιο στρατηγικό σημείο, ώστε να μπορεί να καταστεί ο ενεργειακός κόμβος της ΕΕ στη συγκεκριμένη περιοχή. Για το λόγο αυτό, η ELPEDISON πρόσφατα υπέβαλε αίτηση για άδεια για μία νέα τεχνολογικά προηγμένη Μονάδα Φυσικού Αερίου Συνδυασμένου Κύκλου, ισχύος 800 ΜW. Επιπλέον, η ELPEDISON έχει ήδη καταθέσει αιτήσεις για άδειες για καινοτόμα εργοστάσια υβριδικής παραγωγής, σε τέσσερα μη διασυνδεδεμένα νησιά, και συγκεκριμένα την Πάτμο, τη Σκύρο, τη Σίφνο και την Αμοργό.
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι η παραγωγή ενέργειας αποτελεί έναν τομέα, που απαιτεί μακροχρόνιο επενδυτικό σχεδιασμό. Δεν επιτρέπεται οι επενδυτές να αφήνονται να λαμβάνουν δύσκολες αποφάσεις στο πλαίσιο μίας αδύναμης, ασαφούς και ευμετάβλητης βάσης, ειδικά αν ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις που έχουν τέτοιες αποφάσεις στο επίπεδο ανεργίας αλλά και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας.
Η ELPEDISON είναι επίσης έτοιμη να συμμετάσχει δυναμικά στο επόμενο βήμα της μετάβασης της Ελληνικής αγοράς ενέργειας. Προσδοκά όμως να λάβει, από αυτούς που ορίζουν τις πολιτικές, ξεκάθαρες ενδείξεις για τις προθέσεις της χώρας, οι οποίες θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι καλά μελετημένες αλλά και σταθερές».