Με «κόφτη» στις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης και μόνιμες φοροελαφρύνσεις αλλά και την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στη περιοχή του 2% συντάσσεται το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2024-2027 που αναμένεται να κατατεθεί στην Κομισιόν τον Απρίλιο.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών «κλειδί» για την δημοσιονομική πολιτική και τα περιθώρια αναπτυξιακών παρεμβάσεων και μείωσης του φορολογικού βάρους στην οικονομία αποτελούν οι αποφάσεις της ΕΕ για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Το θέμα βρίσκεται στην ατζέντα του Eurogroup της Δευτέρας (13/2), αλλά οι διαπραγματεύσεις λόγω των αντικρουόμενων θέσεων των κρατών μελών προοιωνίζονται δύσκολες και με μεγάλη διάρκεια.
Η εγκύκλιος Σκυλακάκη
Σε χθεσινή (8/2) εγκύκλιό του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης δίνει οδηγίες στα υπουργεία και στους φορείς της γενικής κυβέρνησης για την κατάρτιση του νέου Μεσοπρόθεσμου με βασικό σενάριο την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων «χωρίς πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και νέες πολιτικές, πέραν εκείνων που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί μέχρι σήμερα».
Πέραν του βασικού σεναρίου υπάρχει και άλλο σενάριο με πηγές του υπουργείου Οικονομικών να αναφέρουν σε αυτό θα αποτυπώνονται τα δημοσιονομικά περιθώρια με βάση διάφορες εκδοχές μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, π.χ. όπως από το 2,2% του ΑΕΠ που προβλέπει η συμφωνία του 2018 στο 2% του ΑΕΠ και θα ενσωματώνονται μόνιμες φοροελαφρύνσεις σε συνάρτηση με τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. Η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι ο πήχης για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο νέο Σύμφωνο να τοποθετηθεί σε ρεαλιστικά επίπεδα ώστε να μην αποτελέσει θηλιά για την οικονομία.
Πάντως το στίγμα από την εγκύκλιο Σκυλακάκη είναι ότι το 2024 δεν θα είναι σε ισχύ η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας ενώ δίνεται στις υπηρεσίες όλων των υπουργείων και των φορέων προθεσμία έως τις 6 Μαρτίου προκειμένου να αποστείλουν όλες τις προβλέψεις τους. Κατευθυντήρια γραμμή η επιβολή ανώτατου ορίου την προσοχή στις δαπάνες με επίμετρο τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους του κάθε φορέα. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εκτίμηση της συγκεκριμένης δεν πρέπει να ενσωματώνεται η υπόθεση αύξησης του προσωπικού λόγω νέων προσλήψεων, μετακινήσεων, μετατάξεων κ.λπ.
Τα μακροοικονομικά σχέδια των φορέων με τις προβολές στην τετραετία για τα έσοδα και τις δαπάνες θα πρέπει να είναι συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό που θα παραμείνει υψηλός και το 2023 αφού σύμφωνα με την εγκύκλιο ο εναρμονισμένος δείκτης θα τρέξει με ταχύτητες 5% φέτος, για να υποχωρήσει στο 2% στο διάστημα από το 2024 έως και το 2027. Η πληθωριστική κρίση θα διογκώσει το ονομαστικό ΑΕΠ στο 6,6% για το 2023 ωστόσο η πραγματική αύξηση θα είναι μόλις 1,8% όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός ενώ για τα επόμενα έτη η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ εκτιμάται στο 5,1% το 2024, στο 4,9% το 2025, στο 4,1% το 2026 και στο 2,7% το 2027.
Επισημαίνεται ότι πέρυσι λόγω της ενεργειακής κρίσης τα κράτη-μέλη δεν είχαν υποχρέωση να υποβάλουν Μεσοπρόθεσμο, με αποτέλεσμα πέρα από τις προβλέψεις για το τρέχον έτος και τα επόμενα, στο νέο Μεσοπρόθεσμο να περιγράφονται και να αξιολογούνται τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2021 και του 2022.