Γίνεται με τέσσερα απλά βήματα να γίνουμε όλοι πλούσιοι; «Κι όμως, γίνεται» αναφέρει στο Newsbeast ο βραβευμένος επιχειρηματίας και γνωστός YouTuber Χρήστος Τσούνης.
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάποια στιγμή βιώσει το φαινόμενο που κάποιοι αποκαλούν «ημέρα μηδέν». Πρόκειται για εκείνη τη μέρα, συνήθως ύστερα από τέσσερις έως εννιά μήνες από τότε που ξεκινήσαμε μια καινούρια δουλειά, που σηκωνόμαστε από το κρεβάτι και λέμε: «Πού πάω τώρα; Δηλαδή αυτό πρέπει να το κάνω για άλλα (εισάγετε τον δικό σας αριθμό) χρόνια;». Μπορεί κάποιος να λατρεύει τη δουλειά του, αλλά πάντα θα υπάρχει αυτή η «ημέρα μηδέν» που θα συνειδητοποιήσει ότι έχει πολύ δρόμο μπροστά του.
«Και εγώ μια τέτοια “ημέρα μηδέν” είχα όταν τα έβαλα κάτω με τον εαυτό μου και ανακάλυψα ότι, όσο και να μου άρεσε η δουλειά που έκανα τότε, έπρεπε να ανεξαρτητοποιηθώ από αυτή. Είναι σαν να τρώμε κάθε μέρα το αγαπημένο μας φαγητό. Κάποια στιγμή θα αρχίσει να γίνεται άνοστο, ενώ έπειτα από ένα μικρό χρονικό διάστημα θα το σιχαθούμε. Σε ένα τέτοιο κλίμα άρχισα να φλερτάρω με την έννοια της οικονομικής ανεξαρτησίας. Δεν ήθελα να παρατήσω τη δουλειά μου. Ήθελα να μη κάνει δέσμιό της και καταλήξω να τη σιχαθώ» μας λέει.
«Πόσα λεφτά χρειάζομαι για να μην εξαρτώμαι από τον μισθό μου;»
«Κάπου εκεί κατάλαβα ταυτόχρονα ότι πρέπει να θέσω πρώτα ενδιάμεσους στόχους, οι οποίοι θα με οδηγούσαν στον μεγάλο, τελικό μου στόχο. Και η πρώτη ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου ήταν: «Πόσα λεφτά χρειάζομαι για να μην εξαρτώμαι από τον μισθό μου;». Αν κάνουμε σε δέκα άτομα αυτή την ερώτηση, θα πάρουμε… έντεκα διαφορετικές απαντήσεις. Επίσης, όσο περίεργο και να φαίνεται σε μερικούς, υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τη δουλειά τους και θέλουν πραγματικά να συνεχίσουν να δουλεύουν όσο μπορούν».
Και συνεχίζει: «Από την άλλη, υπάρχει και ένα ακόμα ερώτημα που θέλω να δούμε μαζί. Άραγε, αν κάποιος άνθρωπος εκατό χρονών μάς πρότεινε να ανταλλάξουμε ζωές για ένα εκατομμύριο ευρώ, πόσοι από εμάς θα λέγαμε ναι; Αν έπρεπε να μαντέψω, θα έλεγα ελάχιστοι ή μάλλον κανένας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν δύο βασικοί άξονες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όταν θέλουμε να ορίζουμε τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχουμε την οικονομική μας ανεξαρτησία. Το πόσα χρήματα χρειαζόμαστε και το πόσο χρόνο έχουμε.
Στόχος μας είναι να πετύχουμε την οικονομική ανεξαρτησία, δηλαδή να βρεθούμε στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία θα έχουμε ικανοποιητικό εισόδημα ή περιουσία, ώστε να καλύπτουμε όλα τα έξοδα διαβίωσής μας για το υπόλοιπο της ζωής μας χωρίς να εργαζόμαστε ή να εξαρτόμαστε από άλλους».
Όλοι πρέπει να κάνουμε σωστή διαχείριση των οικονομικών μας
Ο κ. Τσούνης εξέδωσε πριν λίγο καιρό το βιβλίο «Τα 4 βήματα του πλούτου» (εκδόσεις Κλειδάριθμός), μέσω του οποίου καθοδηγεί τον αναγνώστη βήμα προς βήμα πώς να βάλει τάξη στα οικονομικά του. Όπως μας λέει, «η σωστή διαχείριση των οικονομικών μας είναι κάτι που κάποια στιγμή όλοι πρέπει να εφαρμόσουμε. Είτε ο μισθός μας δεν είναι αρκετός, είτε μας φτάνει ίσα ίσα για να βγάλουμε τον μήνα, είτε βγάζουμε ήδη αρκετά λεφτά ώστε να μπορούμε να συντηρήσουμε άνετα εμάς ή/και την οικογένειά μας. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα ανθρώπων που, ενώ έβγαζαν πολλά χρήματα, από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν χωρίς δεκάρα, ανήμποροι να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο».
Καλή ήταν η θεωρία, αλλά πάμε να περάσουμε στην πράξη για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να αυξήσουμε το εισόδημά μας και να πλουτίσουμε, εκτός βέβαια από το να πιάσουμε μια δεύτερη δουλειά – αν και αυτό θα ήταν επίσης μια λύση, για όσους θα είχαν αυτή τη δυνατότητα.
Βήμα 1: Καταγραφή εσόδων – εξόδων
Μπορεί να ακούγεται βαρετό, αλλά είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να καταλάβουμε πού ακριβώς ξοδεύουμε τα λεφτά μας. Πολλοί νομίζουμε ότι το ξέρουμε. Όμως τα δεδομένα, άλλα λένε. Δοκιμάστε το και θα δείτε.
Για παράδειγμα, το να αγοράζουμε έναν καφέ την ημέρα με π.χ. 2,5 ευρώ, μπορεί να μας φαίνεται πενιχρό ποσό. Εάν αυτό όμως το κάνουμε κάθε μέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή που πηγαίνουμε στη δουλειά, θα δούμε ότι σε ετήσια βάση δαπανάμε … 600 ευρώ!
Εάν καταγράψουμε τα έξοδά μας, θα έχουμε πλήρη οικονομικό έλεγχο και θα εντοπίσουμε τυχόν «διαρροές» χρημάτων που δεν είχαμε φανταστεί.
Βήμα 2: Αποταμίευση
Είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της χρηστής διαχείρισης των οικονομικών. Δεν μπορείς να βάλεις σε τάξη τα οικονομικά σου αν δεν έχεις πλεόνασμα εσόδων σε σχέση με τα έξοδα σου. Όπως μας λέει ο κ. Τσούνης, «το μίνιμουμ ποσό που θα ήταν ιδανικό για να βάλει κάποιος στην άκρη, προς αποταμίευση είναι το 10% του εισοδήματός του.
Ένα μεγάλο λάθος που κάνει πολύς κόσμος είναι το εξής: παίρνουμε π.χ. 1.000 ευρώ το μήνα και βάζουμε στην άκρη 100 ευρώ. Όταν λάβουμε από τη δουλειά μας αύξηση και πάμε στα 1.200 ευρώ/μήνα, βάζουμε πλέον 120 ευρώ στην άκρη. Όχι, αυτό είναι λάθος. Όταν έπαιρνες 1.000 ευρώ/μήνα και αποταμίευες τα 100, σημαίνει πως ζούσες με 900 ευρώ. Ε, συνέχισε λοιπόν να ζεις με 900 και αποταμίευε 300 ευρώ. Ή αύξησε λίγο την ποιότητα ζωής σου, πήγαινε π.χ. τα έξοδά σου στα 950 ευρώ και αποταμίευε τα υπόλοιπα 250. Όταν δηλαδή λαμβάνεις μια αύξηση, μην αυξάνεις και τα έξοδά σου.
«Όταν λες βάλ’ τα στην άκρη, εννοείς στην τράπεζα;» ρωτάμε. «Ξεκάθαρα, ναι» μας απαντά ο 33χρονος επιχειρηματίας. «Πρέπει να δημιουργήσεις ένα “μαξιλάρι ασφαλείας” για να μπορέσεις να είσαι λίγο πιο οικονομικά ανεξάρτητος. Αν χάσεις την δουλειά σου και δεν έχεις εισόδημα, πρέπει για τουλάχιστον έξι μήνες να μπορείς να συντηρηθείς χωρίς να αλλάξεις το βιοτικό επίπεδο. Άρα ο στόχος σου εν προκειμένω είναι αυτός. Αν για παράδειγμα χρειάζεσαι 900 ευρώ το μήνα για να ζήσεις, είναι καλό να έχεις στην τράπεζα ως “μαξιλάρι ασφαλείας” από 4.500 έως 5.400 ευρώ. Μπορεί εν μέρει να χάνουν την αξία τους στην τράπεζα λόγω του πληθωρισμού, αλλά σου δημιουργούν μια ανάσα και μια καθαρότητα στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να χειριστείς στη ζωή σου. Σου επιτρέπει να κάνεις τα επόμενα βήματα που είναι απαραίτητα για να φτάσεις στην ατομική ελευθερία».
Βήμα 3: Αποπληρωμή χρεών
Πριν αρχίσουμε να επενδύουμε, θα πρέπει να έχουμε αποπληρώσει όλες μας τις οφειλές. «Μαθηματικά μιλώντας, αν έχουμε διάφορα χρέη και όχι ένα, πρέπει πρώτα να πληρώνουμε πρώτα τα χρέη που είναι υψηλότοκα. Αν έχεις δηλαδή χρέος με επιτόκιο 5 με 6% επιτόκιο, ξεκίνα με αυτό. Πρέπει να το αποπληρώσεις επιθετικά, γιατί κάθε αποπληρωμή αυτού του χρέους είναι σαν να κερδίζουν 5 με 6% σε απόδοση τα χρήματά σου» υποστηρίζει ο συνεντευξιαζόμενος.
Από την άλλη τώρα αν έχουμε ένα στεγαστικό με επιτόκιο 3%, δεν υπάρχει λόγος να το αποπληρώσουμε επιθετικά. Ίσα – ίσα, μάλλον μας συμφέρει να αποπληρώνουμε την ελάχιστη βάση και να κρατάμε τη διαφορά για να επενδύουμε, όπου αλλού μπορούμε. Με λίγα λόγια, η συμβουλή είναι: εκτός από τα στεγαστικά δάνεια, όλα τα άλλα (καταναλωτικά, γραμμάτια αυτοκινήτου, πιστωτικές κάρτες, κ.λπ.) μηδένισε τα!
Καλό θα ήταν πάντως ό,τι αγοράζεις, εκτός από σπίτι, να το αγοράζεις μετρητοίς. Και εννοείται, δεν δημιουργούμε νέα χρέη.
Βήμα 4: Επενδύσεις
Το ιδανικό θα ήταν να μην δουλεύουμε για τα λεφτά, αλλά να βάλουμε τα λεφτά να δουλεύουν για εμάς. Ο μέσος Έλληνας θα πρέπει να γνωρίζει ότι επενδύοντας, δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει σε κέρδος, τον μέσο όρο της απόδοσης των μεγάλων αγορών, όπως π.χ. του αμερικανικού χρηματιστηρίου.
Όπως αναφέρει ο κ. Τσούνης, «η πιο ισχυρή αγορά τα τελευταία 100 χρόνια είναι η αμερικανική, που επί της ουσίας αντιπροσωπεύει και την παγκόσμια αγορά. Όλες οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις είναι παγκόσμιες επιχειρήσεις. Άρα, για να τα πούμε πρακτικά, ο κόσμος το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να επενδύει στον γενικό δείκτη. Κατά τη γνώμη μου η καλύτερη επιλογή είναι να παρακολουθείς τον χρηματιστηριακό δείκτη του S&P 500 (του δείκτη της πορείας των 500 κορυφαίων εταιρειών που διαπραγματεύονται στο αμερικανικό χρηματιστήριο).
«Χρησιμοποιούμε αυτόν τον δείκτη γιατί, πρώτον, αποτελεί το 75% ολόκληρης της αγοράς και, δεύτερον, είναι πολύ διαδεδομένος μεταξύ των νέων επενδυτών, αφού μακροπρόθεσμα ενέχει πολύ μικρό ρίσκο να χάσουμε τα λεφτά μας. Ο S&P 500 είναι δείκτης σταθμισμένος με βάση την κεφαλαιοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο ακριβή είναι μια εταιρεία, τόσο πιο μεγάλη θέση θα κατέχει στον S&P 500. Από 1957 έως σήμερα η μέση ετήσια απόδοση του δείκτη που παρακολουθεί τις 500 μεγαλύτερες μετοχές είναι 10,67%» μας λέει.
Ο νέος επενδυτής ας ξεκινήσει με ETFs
Και καταλήγει: «Μακράν το καλύτερο επενδυτικό όχημα για έναν νέο επενδυτή ή για κάποιον που δεν θέλει να ασχοληθεί ενεργά με τις επενδύσεις του είναι το Διαπραγματεύσιμο Αμοιβαίο Κεφάλαιο (Exchange Traded Fund ή ETF για συντομία). Μπορούμε να σκεφτούμε τα ETFs σαν ένα καλάθι που έχει πολλές διαφορετικές μετοχές. Αγοράζοντας τώρα μία μετοχή ενός ETF, ουσιαστικά έχουμε σπάσει το καλάθι σε μικρά κομμάτια που καθένα τους περιέχει τις μετοχές που συμπεριλαμβάνονται στο ETF.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας δούμε ένα παράδειγμα. Έστω ένα ETF που έχει 20 μετοχές της εταιρείας Α, 10 μετοχές της εταιρείας Β και 5 μετοχές της εταιρείας Γ. Αν τώρα το ETF έχει 10 μετοχές, αυτό σημαίνει ότι καθεμία από αυτές έχει 2 μετοχές Α, 1 μετοχή Β και 0,5 μετοχή Γ. Συνήθως, τα ETFs παρακολουθούν έναν συγκεκριμένο δείκτη, τομέα, εμπόρευμα ή άλλο περιουσιακό στοιχείο, αλλά, σε αντίθεση με τα αμοιβαία κεφάλαια, τα ETFs μπορούν να αγοραστούν ή να πωληθούν σε ένα χρηματιστήριο με τον ίδιο τρόπο που μπορεί και μια κανονική μετοχή. Πλέον στις μέρες μας υπάρχουν διαδικτυακές πλατφόρμες που λειτουργούν ως χρηματιστηριακές εταιρείες και μπορούμε να βάλουμε τα χρήματά μας ώστε να αγοράσουμε ETFs».
Θέλει βέβαια μεγάλη προσοχή στην επιλογή της πλατφόρμας, ώστε αυτή να είναι αξιόπιστη και να συμμορφώνεται πλήρως με την Κοινοτική Οδηγία MiFiD II (ενσωματώθηκε και στην ελληνική νομοθεσία με τον νόμο 3006/2007). Πρόκειται για το ρυθμιστικό πλαίσιο που εξασφαλίζει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας των επενδυτών αυτή τη στιγμή.