Μετά από 28 χρόνια απουσίας και με σχεδόν έναν αιώνα ζωής επιστρέφει στον γαστρονομικό χάρτη της Θεσσαλονίκης το ιστορικό εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα», καθώς στις 29/4 ανοίγει τις πόρτες του το «ON Residence», το νέο boutique ξενοδοχείο πέντε αστέρων της σύμπραξης μεταξύ της «Grivalia Hospitality» και της «TOR Hotel Group»
Με το ύψος της συνολικής επένδυσης να φτάνει τα 20 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του εστιατορίου, το ON Residence, που στόχο έχει -σύμφωνα με τους δημιουργούς του- να επαναπροσδιορίσει τις προδιαγραφές πολυτελούς φιλοξενίας σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, αποτελείται από επτά ορόφους και 60 δωμάτια. Στο ακίνητο δημιουργήθηκαν επίσης δύο υπόγεια, υψηλών τεχνικών απαιτήσεων κατά το στάδιο της κατασκευής τους, λόγω της άμεσης γειτνίασης του ακινήτου με τη θάλασσα.
Για την ανακατασκευή του ιστορικού μερικώς διατηρητέου κτιρίου χρειάστηκαν πέντε χρόνια (2017-2022) και υλοποιήθηκαν εργασίες εκσυγχρονισμού και επέκτασης, καθώς και συντήρησης και αναπαραγωγής των ιδιαίτερων διακοσμητικών και αρχιτεκτονικών του στοιχείων, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Εφορείας Νεότερων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού σε όλα τα στάδια. Κατά τη διάρκεια των εργασιών απασχολήθηκαν συνολικά 350 άτομα, ενώ για τις ανάγκες λειτουργίας του ξενοδοχείου δημιουργήθηκαν 67 νέες θέσεις μόνιμης απασχόλησης.
Ένα όνειρο με Ιστορία
«Η επένδυση στο ON Residence είναι για εμάς τελείως διαφορετική από τις υπόλοιπες που έχουμε πραγματοποιήσει, καθώς αποτελεί το πρώτο μας ολοκληρωμένο έργο τουριστικής ανάπτυξης. Το προϊόν που οραματιζόμαστε δεν υπάρχει για να το αγοράσουμε, πρέπει να το δημιουργήσουμε, και αυτό συνεπάγεται την ανάληψη πολλών ρίσκων, όταν πρόκειται για την αποκατάσταση τέτοιου κτιρίου» επισήμανε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση της επένδυσης ο ιδρυτής της «Grivalia Hospitality», Γεώργιος Χρυσικός, πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου.
Εξήγησε ότι έργα όπως αυτό, που γίνονται σε διατηρητέα κτήρια, απαιτούν περισσότερες αδειοδοτήσεις και μεγάλη έμφαση στη λεπτομέρεια και, εξαιτίας αυτού, έχουν μεγαλύτερη διάρκεια κατασκευής. Επιπλέον, οι επενδυτές είχαν να αντιμετωπίσουν τις καθυστερήσεις που προκάλεσε η πανδημία, το υψηλότερο κόστος κατασκευής λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και τις μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις των δομικών υλικών. «Είμαστε όμως στην ευχάριστη θέση να το βλέπουμε να γίνεται πραγματικότητα και το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο από ό,τι οραματιζόμασταν» τόνισε.
Για τον Κωνσταντίνο Τορνιβούκα, CEO της «Tor Hotel Group», η οποία απασχολεί 400 εργαζόμενους, έχει στο δυναμικό της πέντε ξενοδοχεία σε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική και σύντομα κλείνει έναν αιώνα ζωής, «η λειτουργία του ξενοδοχείου συνιστά πολύ ιστορική στιγμή», γιατί το 1925 ο συνονόματος παππούς του είχε δημιουργήσει λίγα μέτρα μακρύτερα το «Mediterranée», το πρώτο πολυτελές ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης και το δεύτερο (μετά τη «Μεγάλη Βρετανία» στην Αθήνα) της Ελλάδας, το οποίο είχε καταστραφεί στον μεγάλο σεισμό του 1978. Έκτοτε, το όνειρο του Κωνσταντίνου Τορνιβούκα ήταν, όπως είπε, η επιχειρηματική επιστροφή της οικογένειας στην παραλία της πόλης.
Σε μια δεκαετία η απόσβεση της επένδυσης – Με γεμάτα δωμάτια θα ανοίξει το ξενοδοχείο
«Δεν κάναμε εκπτώσεις πουθενά» είπε ο κ.Τορνιβούκας αναφερόμενος στην επένδυση, για την οποία εκτίμησε ότι, αν επαληθευτούν οι προβλέψεις, μπορεί να αποσβεστεί σε μια δεκαετία, και παράλληλα εξέφρασε την πεποίθηση ότι η αγορά της Θεσσαλονίκης έχει τεράστια δυναμική στον τομέα του τουρισμού και όλα τα χαρακτηριστικά για να εξελιχθεί σε σύγχρονο προορισμό για ταξιδιώτες υψηλών απαιτήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει και μια ενιαία, οργανωμένη συστηματική και αποδοτική προβολή της, κάτι που -όπως εκτίμησε- σήμερα δεν συμβαίνει, αφού οι σχετικές ενέργειες είναι αποσπασματικές.
Το «ON Residence», εκτιμά ο κ.Τορνιβούκας, θα αναβαθμίσει από μόνο του το τουριστικό προϊόν της πόλης και έχει ήδη γίνει «ορατό» στους ταξιδιώτες, αφού «οι κρατήσεις πηγαίνουν πολύ καλά» και «το ξενοδοχείο, όταν ανοίξει, θα είναι γεμάτο». Οι τιμές θα είναι, κατά τον κ.Τορνιβούκα, ελαφρώς υψηλότερες του ανταγωνισμού, λόγω της ιδιαιτερότητας του προϊόντος και των υπηρεσιών που προσφέρει.
Όσον αφορά το εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα», ο κ.Τορνιβούκας επισήμανε ότι στόχος είναι να γίνει στέκι για τους ντόπιους, οπότε θα έχει προσιτές τιμές, αλλά και πόλος έλξης για του ξένους επισκέπτες, που θα το θεωρούν ως ένα από τα δέκα σημεία, που πρέπει να επισκεφτεί κάποιος στη Θεσσαλονίκη. «Το ΟΝ Residence και το εστιατόριο “Όλυμπος Νάουσα” δεν είναι απλά ένα πολυτελές ξενοδοχείο και ένα εστιατόριο. Είναι αναβίωση ενός μνημείου με τεράστια ιστορία» είπε χαρακτηριστικά.
18.200 ώρες για τη συντήρηση και αναπαραγωγή των διακοσμητικών στοιχείων
Ως ένα πολύ σύνθετο τεχνικά έργο χαρακτήρισε την αποκατάσταση και διαμόρφωση του ακινήτου ο αρχιτέκτονας Νίκος Φλετορίδης, που ανέλαβε την εκπόνηση της εφαρμογής της αρχιτεκτονικής μελέτης, υπενθυμίζοντας ότι το διατηρητέο έπρεπε να ενισχυθεί στατικά, να επεκταθεί κατά πέντε ορόφους και να αποκτήσει δύο υπόγεια πάνω στο θαλάσσιο μέτωπο.
Ο συντηρητής αρχαιοτήτων και έργων τέχνης Γεώργιος Παυλόπουλος παρουσίασε από την πλευρά του την πολύπλοκη διαδικασία συντήρησης και αποκατάστασης των διακοσμητικών στοιχείων του κτηρίου, από τον περίτεχνο γύψινο διάκοσμο και τις τοιχοποιίες μέχρι τα πλακάκια στα πατώματα και την ξύλινη κουπαστή στην κεντρική σκάλα. «Όλα έγιναν με το “νυστέρι”» είπε χαρακτηριστικά, προκειμένου να εξηγήσει πόσο λεπτομερής εργασία στο χέρι απαιτήθηκε, ενώ όσον αφορά τον χρωματισμό της πρόσοψης του κτηρίου ανέφερε ότι αυτός επιλέχθηκε κατόπιν στοιχειακής ανάλυσης με φασματοσκοπία στο αυθεντικό χρώμα του ακινήτου. Ενδεικτικό είναι ότι χρειάστηκαν 18.200 ώρες για τη συντήρηση και αναπαραγωγή των διακοσμητικών στοιχείων όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Υπενθυμίζεται πως το ακίνητο πέρασε στην ιδιοκτησία των δύο εταιρειών έναντι 5,46 εκατ. ευρώ το 2017, μετά από σχετικό διαγωνισμό στον οποίο μετείχε από κοινού η Grivalia Hospitality (65%) με την TOR Hotel Group (35%).
Η κατασκευή του κτηρίου, όπου τώρα δημιουργήθηκε το ON Residence, είχε ολοκληρωθεί το 1926 και τον σχεδιασμό του είχε επιμεληθεί ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ζακ Μοσέ, βάζοντας τη «σφραγίδα» του σε στοιχεία που παραπέμπουν στην μπελ επόκ και τον νεοκλασικισμό. Τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του, με τη δημιουργία μιας εσωτερικής αυλής, ανέλαβαν οι βραβευμένοι αρχιτέκτονες Νικηφορίδης και Κουόμο (Cuomo), ενώ το interior design επιμελήθηκε η Γαλλίδα διακοσμήτρια Φαμπιέν Σπαν (Fabienne Spahn). Για το έργο δούλεψαν το αρχιτεκτονικό γραφείο «Divercity Architects» και ο Δημήτρης Θωμόπουλος.
*Τις φωτογραφίες παραχώρησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι δύο εταιρείες