Την ανάγκη να αλλάξει η Ευρώπη προσανατολισμό και Συνθήκες ώστε να εξασφαλισθεί μια πιο δημοκρατική λειτουργία τονίζει, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Liberation, ο γνωστός οικονομολόγος Τομάς Πικετί. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα δημόσια χρέη των χωρών της ευρωζώνης «θα πρέπει να συγκεντρωθούν σε ένα κοινό Ταμείο», ώστε να επιδιωχθεί η αναδιάρθρωση του συνόλου, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας».
«Ποια είναι μια οικονομική πολιτική της αριστεράς;» είναι το ερώτημα που θέτει σε δισέλιδο αφιέρωμά της η Liberation, την επομένη του συνέδριου του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου στην πόλη Πουατιέ.
Στο ερώτημα καλείται να απαντήσει ο κ. Πικετί, ο οποίος υποστηρίζει ότι «ναι, υπάρχει μια εναλλακτική λύση για μια οικονομία της αριστεράς (…), πρωτίστως, όμως, θα πρέπει να επιτευχθεί ένας νέος προσανατολισμός της Ευρώπης». «Η νέα δημοσιονομική Συνθήκη που επικυρώθηκε το 2012 από τον Νικολά Σαρκοζί και τον Φρανσουά Ολάντ είναι λάθος και θα πρέπει να καταγγελθεί» τονίζει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η Συνθήκη μάς έχει οδηγήσει σε επιλογές του 19ου αιώνα, είναι τεράστιο ιστορικό λάθος. Σήμερα η Ευρώπη αφιερώνει ετησίως έναν μικροσκοπικό προϋπολογισμό των 2 δισ. ευρώ για το πρόγραμμα Erasmus και 200 δισ. ευρώ ετησίως για να ξαναπληρώνει στον εαυτό της τους τόκους από το χρέος.
«Θα πρέπει να αντιστραφεί αυτή η απαράδεκτη στρατηγική. Θα πρέπει όλα τα δημόσια χρέη να μπουν σε ένα κοινό Ταμείο και να επιδιωχθεί η αναδιάρθρωση του συνόλου για την Ελλάδα, όπως και για τις άλλες χώρες», τονίζει.
«Θελήσαμε να μειώσουμε τα ελλείμματα πολύ γρήγορα και σκοτώσαμε την ανάπτυξη» λέει και εξηγεί: «Πριν από πέντε χρόνια η ανεργία στην Ευρώπη ήταν στο ίδιο ποσοστό με αυτό της Αμερικής. Σήμερα είναι διπλάσιο απ’ ό,τι στην Αμερική, η οποία έδειξε δημοσιονομική ελαστικότητα βοηθώντας έτσι τη νέα εκκίνηση της οικονομίας. Με τα δικά μας λάθη μετατρέψαμε μια αμερικανική ιδιωτική κρίση (subprimes) σε ευρωπαϊκή κρίση δημοσίων χρεών».
Ο Τομάς Πικετί θεωρεί, ακόμη, ότι «η Γαλλία και η Γερμανία υποφέρουν από ιστορική αμνησία, αφού και οι δύο χώρες είχαν το 1945 ένα δημόσιο χρέος που ξεπερνούσε το 200% του ΑΕΠ τους, που ουδέποτε αποπλήρωσαν, αλλά το έπνιξαν με πληθωρισμό και διαγραφές (…), πράγμα που τους επέτρεψε να επενδύσουν σε υποδομές για την ανάπτυξη».
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο, «η Ευρώπη δημιουργήθηκε με την ιδέα ενός γενικευμένου ανταγωνισμού ανάμεσα στις χώρες, ανάμεσα στις περιφέρειες, ανάμεσα στα μετακινούμενα ή μη συγκροτήματα, χωρίς κοινωνικά ή φορολογικά αντισταθμίσματα. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα τη διόγκωση των τάσεων για ανισότητες, ιδιαίτερα αυτών που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση και την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα».
«Είναι καιρός η Γαλλία και ιδιαίτερα η γαλλική αριστερά» τονίζει «να πει στη Γερμανία ότι εάν αρνείται τον κανόνα της δημοκρατίας μέσα στην ευρωζώνη, σε τι χρησιμεύει το να έχουμε κοινό νόμισμα; Δεν μπορούμε να έχουμε κοινό νόμισμα, χωρίς να έχουμε εμπιστοσύνη στη δημοκρατία που σήμερα είναι φυλακισμένη στον κορσέ των αυστηρών δημοσιονομικών κριτηρίων και του κανόνα της ομοφωνίας για τα φορολογικά.
Η δύναμη των λαϊκών τάξεων πηγάζει στο να είναι πολλοί. Θα πρέπει επομένως ν’ αλλάξουν οι θεσμοί ώστε να επιτραπεί στις λαϊκές πλειοψηφίες να πάρουν την εξουσία στην Ευρώπη.
Θα πρέπει να σταματήσουμε να λειτουργούμε με αυτό το είδος του Γάλλο-Γερμανικού διοικητηρίου, όπου το Παρίσι έχει έναν περίεργο ρόλο. Έχουμε την εντύπωση ότι η Γαλλία δεν μπορεί να αποφασίσει για τίποτα, ενώ στην πραγματικότητα τίποτα δεν μπορεί να αποφασισθεί χωρίς τη Γαλλία».
Σχολιάζοντας την οικονομική πολιτική του γάλλου προέδρου ο κ. Πικετί δεν διστάζει να μιλήσει για «αυτοσχεδιασμούς».
Με αναφορά στα τελευταία νούμερα για την απασχόληση στη Γαλλία, που επιβεβαιώνουν για ακόμα μια φορά την αύξηση της ανεργίας και επομένως την αποτυχία της πολιτικής του Φρανσουά Ολάντ, ο κ. Πικετί δηλώνει:
«Το πρόβλημα του Φρανσουά Ολάντ πάνω απ’ όλα είναι ότι δεν έχει πολιτική. Η υποτιθέμενη ”πολιτική της προσφοράς” είναι πράγμα αστείο (…). Έχουμε ανάγκη για μεταρρυθμίσεις σε βάθος, στον φορολογικό και κοινωνικό τομέα και όχι σε έναν μόνιμο αυτοσχεδιασμό».