Την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στην ευρωζώνη υπερασπίζεται ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Β. Σόιμπλε σε άρθρο του στους New York Times.
Στο άρθρο δεν γίνεται άμεση αναφορά στην Ελλάδα, ωστόσο τονίζεται πως η Ιρλανδία και η Ισπανία τα καταφέρανε εφαρμόζοντας τη συγκεκριμένη πολιτική. Όπως γράφει: «Η Ισπανία και η Ιρλανδία που προχώρησαν σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, έχουν τώρα υψηλά ποσοστά ανάπτυξης – από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης».
Ο κ. Σόιμπλε σημειώνει ότι τα χρόνια της κρίσης ορισμένοι σχολιαστές έφτιαξαν μια σειρά από μύθους σε όλη την Ευρώπη.
Στο άρθρο του γράφει ότι: «Όπως συμβαίνει και στην ιατρική, για να καθοριστεί η σωστή θεραπεία, είναι να σημαντικό να έχουμε μια σωστή διάγνωση. Η διάγνωση για την περίπτωση της Ευρώπης είναι ότι πάνω από όλα έχει κρίση εμπιστοσύνης. Οι επενδυτές κατάλαβαν πως οι χώρες της Ευρώπης δεν είναι ανταγωνιστικές και οικονομικά αξιόπιστες. Έτσι, άρχισαν να επεξεργάζονται με μεγαλύτερη προσοχή τα ομόλογα κάποιων χωρών, με αποτέλεσμα τα επιτόκια να ανεβαίνουν. Η θεραπεία στοχεύει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης αυτών των χωρών, μέσω των μεταρρυθμίσεων. Απλώς, να ξοδεύεις περισσότερο δημόσιο χρήμα δεν μπορεί να είναι ένα κόλπο – ειδικά τώρα».
Σημειώνει ακόμη πως η Γερμανία δεν ωφελήθηκε από την κρίση των άλλων. Υπογραμμίζει πως τα χαμηλά επιτόκια είναι κτήμα και άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Όπως λέει: «Δεν είναι πανάκεια τα χαμηλά επιτόκια και η μεγαλύτερη ρευστότητα. Και αυτό διότι υπάρχουν πάντα οι κίνδυνοι να εμφανιστούν ξανά φούσκες που θα προκαλέσουν αναταράξεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι σαφές ότι το βάρος του χρέους σε πολλές χώρες δεν μπορεί να λυθεί από τα κίνητρα για να αναλάβει ακόμη περισσότερο χρέος. Και η κ. Λαγκάρντ έχει κάνει με τη σειρά της έκκληση για περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στον ανταγωνισμό, στην είσπραξη φόρων και άλλα. Συμμερίζονται απολύτως αυτή την άποψη. Η νομισματική πολιτική μπορεί μόνο να αγοράσει χρόνο».