Η κρίση χρέους που αντιμετώπισαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του 1980 έχει χαραχθεί στη μνήμη του Ρολφ Λανγκχάμερ.
Ο γερμανός οικονομολόγος του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου, που εργάστηκε ως σύμβουλος σε διεθνείς οργανισμούς και θεσμικά όργανα όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η ΕΕ, επισήμανε, μιλώντας στη DW, ότι παρόμοιας φύσης προβλήματα αντιμετωπίζουν σήμερα κράτη της Ευρώπης.
Ο Ρολφ Λανγκχάμερ υπογραμμίζει, όπως η κρίση των χωρών της Λατινικής Αμερικής, έτσι και η ελληνική θεωρήθηκε και αντιμετωπίστηκε σαν να επρόκειτο για κρίση ρευστότητας. Όπως εξήγησε ο γερμανός οικονομολόγος, «αυτό, δυστυχώς, αποδείχθηκε απατηλό. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι παρόμοια βαθύ, δηλαδή εντοπίζεται σε θεσμικό επίπεδο, όπως και το πρόβλημα της Λατινικής Αμερικής».
Σύμφωνα με το Ρολφ Λανγκχάμερ από την κρίση χρέους στη Λατινική Αμερική μπορούν να αντληθούν δύο διδάγματα: Πρώτον ότι κάθε πρόγραμμα πρέπει, πριν να εφαρμοστεί, να εξετάζεται ως προς τις κοινωνικές του επιπτώσεις και δεύτερον ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις στο διαρθρωτικό, το θεσμικό και το νομοθετικό πεδίο χρειάζονται περισσότερο χρόνο.
Ο γερμανός οικονομολόγος τάχθηκε υπέρ της θεσμοθέτησης ενός πτωχευτικού δικαίου για κράτη, το οποίο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο και στην περίπτωση της Ελλάδας. Όπως επισήμανε κλείνοντας, «η Ελλάδα είναι μία περίπτωση sui generis. Δεν είχαμε καμία χώρα με τόσο ριζικά προβλήματα. Αυτό δεν συνιστά κατηγορία. Πρέπει απλά, εφόσον δεν καταστεί δυνατή η θεσμοθέτηση ενός επίσημου πτωχευτικού δικαίου για κράτη, να καθορίσουμε στοιχεία που να συμβάλλουν σε μία μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και να στηρίξουμε τη χώρα και μέσω μεταρρυθμίσεων στις χώρες των δανειστών».
Όπως επισήμανε ο Ρολφ Λανγκχάμερ, «στη Λατινική Αμερική, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχε θεωρηθεί αρχικά ότι επρόκειτο μόνο για κρίση ρευστότητας και ως εκ τούτου υπήρχε η πεποίθηση ότι αυτή μπορούσε να επιλυθεί με βραχυπρόθεσμα μέτρα σταθεροποίησης -όπως λέγονται- δηλαδή με περικοπή δαπανών, αύξηση εσόδων, υποτίμηση του νομίσματος κ.ο.κ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’80, έγινε αντιληπτό ότι δεν επρόκειτο για κρίση ρευστότητας, για κάτι παροδικό, αλλά για βαθιά θεσμικά προβλήματα στις χώρες και τότε έγιναν εντελώς διαφορετικές ενέργειες».
Όπως υπενθυμίζει ο Ρολφ Λανγκχάμερ, η Λατινική Αμερική συγκαταλεγόταν στους καλύτερους πελάτες του ΔΝΤ. Ωστόσο, αυτό άρχισε να αλλάζει από τον Αύγουστο του 1982, όταν το Μεξικό κήρυξε χρεοκοπία. Τα επιτόκια δανεισμού εκτοξεύθηκαν και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έμειναν ουσιαστικά εκτός χρηματαγορών. Το 2001 κήρυξε πτώχευση η Αργεντινή, ενώ η Βραζιλία έλαβε ένα χρόνο αργότερα χρηματοδοτική στήριξη από το ΔΝΤ. Το 2008 ήταν η σειρά του Εκουαδόρ να χρεοκοπήσει.
Τα κράτη της Λατινικής Αμερικής δεν ανήκουν πλέον στους μεγαλύτερους χρεοφειλέτες. Αυτοί είναι πλέον τα βιομηχανικά κράτη. Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών της Deutsche Bank, το ποσοστό του κρατικού χρέους των 10 μεγαλύτερων αναδυόμενων οικονομιών μειώθηκε στο διάστημα 2000 έως 2012 από 50% σε 25% του συνολικού ΑΕΠ, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες της ομάδας των G7 αυξήθηκε το ίδιο διάστημα από 80% σε 110%.