Την τήρηση σκληρής στάσης απέναντι στην Ελλάδα συνιστά ο γερμανός οικονομολόγος Λαρς Φελντ, ο οποίος είναι ένας από τους πέντε αποκαλούμενους «σοφούς» της γερμανικής κυβέρνησης.
Σε σημερινή συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα Die Presse, ο Φελντ αποφαίνεται πως «για την ευρωζώνη, οι συνέπειες ενός Grexit, μίας εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, θα ήταν σχετικά χωρίς προβλήματα. Για τα δάνεια ισχύει ότι θα πρέπει να διατηρείται ψυχραιμία, να συνεχίζεται η διαπραγμάτευση και όποιος παραμένει σκληρός θα νικήσει, όπως συνέβη με τα hedge-funds στην περίπτωση της Αργεντινής».
Σημειώνει ακόμη ότι τυπικά η ευρωζώνη δεν θα μπορούσε καν να αποκλείσει την Ελλάδα, όμως εάν η Αθήνα απορρίπτει όλους τους όρους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν επιτρέπεται, πλέον, να αναχρηματοδοτεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές, καθώς η χώρα θα αποκόπτονταν και από τις κεφαλαιαγορές.
Απαριθμώντας τις συνέπειες για την Ελλάδα, ο κ. Φελντ αναφέρει ότι η χώρα εισάγει σημαντικά προϊόντα από το εξωτερικό, για παράδειγμα φάρμακα, τα οποία θα ακρίβαιναν πολύ, ο πληθυσμός θα πλήττονταν μαζικά, κανείς δεν θα ήταν πλέον πρόθυμος να χρηματοδοτήσει το κράτος, ούτε οι Έλληνες φορολογούμενοι, και ολόκληρη η εθνική οικονομία θα κατέρρεε.
Ο σύμβουλος της κ. Μέρκελ τονίζει ότι αυτό δεν μπορεί να το θέλει κανένας, ούτε οι ίδιοι οι Έλληνες, συμπληρώνοντας ότι υπάρχει και η διάσταση της εξωτερικής πολιτικής και κανείς δεν θέλει την αποσταθεροποίηση μίας χώρας- μέλους του ΝΑΤΟ.
Ως προς την κρίση στην Ελλάδα, ο κ. Φελντ σημειώνει πως αυτή είναι βαριά διαρθρωτική, υπάρχει έλλειψη απλών βασικών δομών, πολλές διοικητικές διαδικασίες δεν λειτουργούν, η διαφθορά έχει προχωρήσει πολύ, ένας εκσυγχρονισμός του κράτους διαρκεί πολύ και όποιος έχει προσαρμοστεί στο παλιό σύστημα έχει μεγάλο συμφέρον να παραμείνουν τα πάντα όπως έχουν, γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολη μία αλλαγή πορείας.
Σε ερώτηση εάν οι δανειστές θα πρέπει να «ξεγράψουν» την αποπληρωμή των δανείων τους προς την Ελλάδα, υπογραμμίζει πως είναι προσεκτικός σε τέτοια σενάρια, η προθεσμία αποπληρωμής είναι μέχρι το 2054 και μετά δεν θα έχουν μεν καμία αξία, ωστόσο, ενόσω οι χώρες δεν παραιτούνται ρητά, δεν πρέπει να «ξεγράψουν» τίποτε και δεν έχουν, ως εκ τούτου, υψηλότερες απώλειες. Εξάλλου, προσθέτει, το κράτος δεν είναι εμπορική τράπεζα που πρέπει να αξιολογεί με τις τρέχουσες τιμές της αγοράς.
Απαντώντας στο ερώτημα πού έχει οδηγήσει η σκληρή πολιτική λιτότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, αναφέρει ότι πολιτικά είναι πολύ δύσκολο να αντέξει κανείς μία εσωτερική υποτίμηση. Ο ίδιος έχει μεγάλη κατανόηση για τις πολιτικές κινήσεις που θέλουν να εξέλθουν από αυτά τα προγράμματα, ωστόσο καμία από τις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα δεν θέλει μία έξοδο από το ευρώ, κάτι που σημαίνει πως παραμένοντας σε αυτό είναι αναγκαία μία δημοσιονομική προσαρμογή και εδώ έχουν πετύχει πολλά η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία.
Τέλος, όπως υποστηρίζει ο κ. Φελντ, αυτό ισχύει ακόμη και για χώρες οι οποίες μπορούν να υποτιμήσουν το δικό τους νόμισμα και όπως έδειξαν προηγούμενες κρίσεις στην Ασία και τη Νότια Αμερική, με την εξωτερική υποτίμηση κερδίζεται μόνο χρόνος, δηλαδή ακόμη και με ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες θα πρέπει μία χώρα που απώλεσε σε ανταγωνιστικότητα να προχωρήσει σε πραγματική προσαρμογή.