«Σε αυτές τις δραματικές ώρες, εάν η Ευρώπη αποτύχει, οι ΗΠΑ πρέπει να παρέμβουν και να στηρίξουν την Ελλάδα» υποστηρίζει με άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα Boston Globe o Αμερικανός οικονομολόγος, Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ, σημειώνοντας ότι «εάν η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ δεν μπορέσει να παρακάμψει τον υπουργό Οικονομικών της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, την τελευταία στιγμή, φαίνεται ότι θα ληφθεί η ελεεινή απόφαση».
Επίσης, τονίζει ότι «η Ελλάδα συμφώνησε στην έναρξη των διαπραγματεύσεων για την χρηματοδότησή της και τους όρους», ωστόσο, «δεν πρόκειται να υποσχεθεί ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα που δεν μπορεί να επιτύχει» και «αναζήτησε μια συμφωνία-γέφυρα και χρόνο για να συζητήσει το υπολειπόμενο κοινό έδαφος. Ήταν η μόνη λογική θέση που της είχε απομείνει».
Σύμφωνα με τον Αμερικανό οικονομολόγο, «η Ελλάδα είναι η σύμμαχός μας στο ΝΑΤΟ, ενώ η νέα οικονομική της πολιτική βρίσκεται στην ίδια γραμμή με τις μακρόχρονες αμερικανικές απόψεις, όπως έχει επαναλάβει κατ’ επανάληψη ο Πρόεδρος Ομπάμα. Η Ελλάδα έχει επιδείξει πραγματισμό και υπομονή, ενότητα και αποφασιστικότητα, ενώ οι αρετές της αυτές έχουν κερδίσει τον σεβασμό του αμερικανικού λαού κατά την τρέχουσα κρίση».
Όπως επισημαίνει, «η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, που μπορεί να σωθεί εύκολα, ακόμη και με την παροχή εγγυήσεων για δανεισμό (loan guarantee) ή, εάν καταστεί αναγκαίο, μια σύμβαση ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap). Αυτό βρίσκεται μέσα στις δυνατότητές μας και μπορούμε να το πράξουμε γρήγορα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δράσουμε άμεσα».
Ο Τζ. Γκάλμπρεϊθ, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η Γερμανία, την ώρα που γράφονταν αυτό το άρθρο, χθες, είχε κλείσει την πόρτα. Η Ελλάδα είχε διανύσει την επιπλέον απόσταση, καταθέτοντας επίσημο αίτημα για τη συνέχιση του μισητού σχεδίου διάσωσης, συζητώντας παράλληλα τις αναγκαίες αλλαγές. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπή, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ήταν σύμφωνος, αλλά η απάντηση από το Βερολίνο ήταν “όχι”. Το ερώτημα είναι: Μπορεί η επίσημη Ευρώπη να απομακρυνθεί από τις αυτοτροφοδοτούμενες αυταπάτες της και να δει την πραγματικότητα, η οποία είναι προφανής στον οποιονδήποτε στη Ν. Ευρώπη; Η πραγματικότητα αυτή είναι οι δρακόντειες πολιτικές λιτότητας των τελευταίων έξι ετών, οι οποίες απέτυχαν να παράξουν οικονομική ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, να βελτιώσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να καταπολεμήσουν τη διαφθορά. Αντίθετα, προκάλεσαν την καταστροφή κρίσιμων δημόσιων υπηρεσιών, όπως της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης- και θα αλλάξουν με τη σύμφωνη γνώμη της Ευρώπης ή χωρίς αυτήν».
Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος σημειώνει:
«Η Ελλάδα είχε, από όλες τις χώρες της ευρωζώνης, τις πιο καταστροφικές αποτυχίες. Έχει χάσει το ένα τρίτο περίπου του ΑΕΠ της, η συνολική ανεργία βρίσκεται στο 26%, ενώ στους νέους ξεπερνά το 50%. Στο δρόμο από τον Πειραιά στην Αθήνα, αυτό που βλέπει κανείς, είναι κλειστά μαγαζιά και ενεχυροδανειστήρια. Πολλοί Έλληνες είναι φτωχοί, άλλοι πεινάνε. Γι’ αυτό τον λόγο κέρδισε στις ελληνικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε διατυπώσει την απίστευτη υπόσχεση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να “ολοκληρώσει” το σχέδιο διάσωσης και να επιστρέψει στις ιδιωτικές πιστωτικές αγορές στις 28 Φεβρουαρίου. Η νέα κυβέρνηση βρέθηκε έτσι αντιμέτωπη με την άμεση ανάγκη για νέους χρηματοπιστωτικούς όρους. Στις 4 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέκλεισε τις ελληνικές τράπεζες από τη χρήση κρατικών ομολόγων, τα οποία δεν είχαν τη διαβάθμιση της απαιτούμενης επενδυτικής βαθμίδας, για την απόκτηση κεφαλαίων. Η ατμόσφαιρα χρονοδιαγραμμάτων και απειλών οδήγησε σε απόσυρση καταθέσεων και στη μείωση των φορολογικών εσόδων, καθώς οι πολίτες κρατούσαν τα χρήματά τους.
Κατά συνέπεια, η Ελλάδα συμφώνησε στην έναρξη των διαπραγματεύσεων για τη χρηματοδότησή της και τους όρους. Δεν πρόκειται να υποσχεθεί, ωστόσο, ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα που δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν πρόκειται να δεχθεί τους τοξικούς όρους του προηγούμενου προγράμματος για τις ιδιωτικοποιήσεις και την αγορά εργασίας. Δεν θα δεχθεί την υπαγόρευση των ελληνικών πολιτικών από την τρόικα. Μέσα σε αυτούς τους περιορισμούς, η Ελλάδα αναζήτησε μια συμφωνία-γέφυρα και χρόνο για να συζητήσει το υπολειπόμενο κοινό έδαφος. Ήταν η μόνη λογική θέση που της είχε απομείνει».
Ο Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ διατυπώνει, επίσης, την άποψη ότι «για πολλές κυβερνήσεις της ευρωζώνης, όπως την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Φινλανδία, ακόμη και αυτό αποτελούσε ανάθεμα, καθώς βρίσκονται ενόψει εκλογών και φοβούνται ότι εάν επιτύχει η Ελλάδα θα φανούν οι ίδιοι υποχωρητικοί, καθώς αποδέχθηκαν αυτό που αρνείται σήμερα η Ελλάδα, οδηγώντας στην ενίσχυση της αντιπολίτευσης. Ορισμένες από τις εν λόγω κυβερνήσεις δεν θα κατορθώσουν να διασωθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Η Ελλάδα άναψε τη φλόγα και δεν πρόκειται να σβήσει».
Καταλήγοντας, επισημαίνει ότι «η Γερμανία αντιμετώπισε ένα δίλλημα. Θα μπορούσε να διασώσει την Ένωση και το ευρώ αλλάζοντας πορεία, διαπραγματευόμενη με καλή πίστη και αποδεχόμενη ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές και κυβερνήσεις θα είναι εντελώς διαφορετικές το επόμενο έτος από τις σημερινές ή θα προσπαθούσε να αγκιστρωθεί στην απόλυτη εξουσία και στις αδιατάρακτες πολιτικές, επιχειρώντας να καταστρέψει την εκλεγμένη κυβέρνηση της Ελλάδας και την ανερχόμενη αντιπολίτευση σε άλλες χώρες, παίρνοντας το ρίσκο του διαμελισμού της Ευρώπης. Εάν η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ δεν μπορέσει να παρακάμψει τον υπουργό των Οικονομικών της, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, την τελευταία στιγμή, φαίνεται ότι θα ληφθεί η ελεεινή απόφαση».