Χαμηλές επιδόσεις στη φορολογική ανταγωνιστικότητα παρουσιάζει η Ελλάδα καθώς με βάση το διεθνή δείκτη κατατάσσεται φέτος στην 29η θέση ανάμεσα σε 37 χώρες του ΟΟΣΑ σημειώνοντας οριακή βελτίωση σε σχέση με πέρυσι όπως προκύπτει από μελέτη που δημοσιεύσει σήμερα το ΚΕΦίΜ σε συνεργασία με το Tax Foundation.
Οι χώρες ανάμεσα στις οποίες βρέθηκε η χώρα μας στη φετινή κατάταξη είναι η Δανία (28η) και η Ισπανία (30η), με την Πορτογαλία στην 34η θέση και τελευταία χώρα του Δείκτη την Ιταλία (37η). Σημειώνεται ότι για έβδομη συνεχόμενη χρονιά, η χώρα με τον υψηλότερα βαθμολογούμενο φορολογικό κώδικα στον ΟΟΣΑ είναι η Εσθονία.
Στις επιμέρους κατηγορίες του Δείκτη, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 22η θέση σε ό,τι αφορά τους εταιρικούς φόρους, στη 10η θέση ως προς τη φορολόγηση φυσικών προσώπων, στην 32η θέση στη φορολόγηση της κατανάλωσης, στην 29η θέση στους φόρους επί της ιδιοκτησίας, και στην 25η θέση ως προς τη φορολόγηση των κερδών στο εξωτερικό.
Η μελέτη καταγράφει τις βασικές αδυναμίες του φορολογικού συστήματος της Ελλάδας που είναι οι ακόλουθες:
- Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν αυστηρούς περιορισμούς ως προς τα ποσά των καθαρών ζημιών χρήσης με τα οποία μπορούν να αντισταθμίσουν μελλοντικά κέρδη. Επίσης, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ζημιές για να μειώσουν προηγούμενο φορολογητέο εισόδημα.
- Η Ελλάδα έχει έναν σχετικά περιορισμένο αριθμό φορολογικών συμβάσεων (57 συμβάσεις έναντι 75 του μέσου όρου του ΟΟΣΑ).
- Η χώρα μας έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ (24%) με μία από τις πιο περιορισμένες φορολογικές βάσεις.
Στα θετικά του ελληνικού φορολογικού συστήματος ξεχωρίζουν:
- Ο καθαρός φορολογικός συντελεστής φυσικών προσώπων επί μερισμάτων, στο 5% είναι σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (24,1%).
- Η πολυπλοκότητα του φόρου επί της εργασίας είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
- Οι κανονισμοί Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιρειών στην Ελλάδα είναι μετριοπαθείς και εφαρμόζονται μόνο στο παθητικό εισόδημα.
Σύμφωνα με τη μελέτη ανάμεσα σε άλλες αξιοσημείωτες αλλαγές σε σχέση με την περσινή χρονιά η Ελλάδα μείωσε τον φορολογικό συντελεστή εταιρικού εισοδήματος από το 24% το 2020 στο 22% το 2021, επεκτείνοντας τις φορολογικές επιδοτήσεις για έρευνα και ανάπτυξη και μειώνοντας ελάχιστα τον ανώτατο θεσμοθετημένο φορολογικό συντελεστή ατομικού εισοδήματος.
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΚΕΦίΜ Νίκος Ρώμπαπας δήλωσε ότι «παρά τη σημαντική μείωση των φορολογικών βαρών, η χώρα μας δεν σημείωσε αντίστοιχη βελτίωση στον Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές χώρες του ΟΟΣΑ προχώρησαν σε αντίστοιχα μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, στο ότι ο Δείκτης αντιμετωπίζει αρνητικά την παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων υπό τη λογική ότι περιορίζουν την ουδετερότητα και αυξάνουν την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, αλλά και στο ότι ένα τμήμα των δεδομένων, όπως το ύψος του ΕΝΦΙΑ, με βάση τα οποία υπολογίζεται ο Δείκτης συλλέγονται από δευτερογενείς πηγές και συνεπώς αφορούν προηγούμενα έτη».
Από τη πλευρά του ο Αντιπρόεδρος Διεθνών Προγραμμάτων του Tax Foundation και βασικός συγγραφέας του Δείκτη, Daniel Bunn επεσήμανε ότι «ο ανταγωνισμός είναι αυτός που καθοδηγεί την καινοτομία, τις επενδύσεις και τελικά τους μισθούς. Είναι ζωτικής σημασίας λοιπόν να γνωρίζουμε πού βρίσκονται οι χώρες σήμερα καθώς οι συζητήσεις στην παγκόσμια σκηνή προχωρούν»