Στη συνάντηση του Έλληνα υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη με τον επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι θα γίνει ξεκαθάρισμα λογαριασμών μετά τις διαρροές ότι η ΕΚΤ λέει δύο ηχηρά όχι στην Αθήνα.
Συγκεκριμένα χθες, επιβεβαιώθηκε η συνάντηση του Γιάνη Βαρουφάκη με τον Μ. Ντράγκι την Τετάρτη στην Φρανκφούρτη κατά την επίσκεψή του στην ΕΚΤ.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα συνεδριάσει το απόγευμα. Πρόκειται για μια τεχνική συζήτηση στην οποία αναμένεται ότι θα αποσαφηνιστεί εάν οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στην έκτακτη βοήθεια ρευστότητας (ELA), δηλαδή στη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδας.
Ωστόσο το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται να διασφαλίσει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν οξυγόνο για να λειτουργήσουν, καθώς είναι οι κυριότεροι αγοραστές των ελληνικών ομολόγων, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντιστέκεται στο σημείο κλειδί του νέου σχεδίου διάσωσης της ελληνικής κυβέρνησης, αφήνοντας πιθανότατα την Αθήνα χωρίς πηγή εξωτερικής χρηματοδότησης όταν λήξει το διεθνές πρόγραμμα διάσωσης στο τέλος του μήνα, σύμφωνα με τους Financial Times.
Ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, έχει προτείνει στους Ευρωπαίους αξιωματούχους να αντλήσει η Αθήνα 10 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης βραχυπρόθεσμων εντόκων γραμματίων, ως μια χρηματοδότηση «γέφυρα» για την στήριξη της χώρας τους επόμενους τρεις μήνες, μέχρι να υπάρξει νέα συμφωνία με τους Eυρωπαίους εταίρους.
Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν είναι πρόθυμη να εγκρίνει την πώληση χρέους. Δεν θα αυξήσει- σύμφωνα με τις διαρροές στους FT- το όριο των 15 δισ. στην έκδοση εντόκων, όπως απαιτεί το αίτημα, κατά επιπλέον 10 δισ. ευρώ.
«Το ελληνικό πρόγραμμα βασίζεται πλήρως στην ΕΚΤ» ανέφερε αξιωματούχος της ευρωζώνης που ενημερώθηκε για τις συζητήσεις. «Η ΕΚΤ θα κρατήσει σκληρή στάση».
Χωρίς την χρηματοδότηση από τα έντοκα, η Αθήνα θα βγει από το πρόγραμμα διάσωσης χωρίς πρόσβαση σε έκτακτη χρηματοδότηση για πρώτη φορά μετά την έναρξη του πρώτου προγράμματος τον Μάιο του 2010. Η στάση της ΕΚΤ αυξάνει τα ρίσκα στην σύγκρουση της ελληνικής κυβέρνησης και των διεθνών δανειστών, η οποία αν δεν επιλυθεί, θα λήξει με την Ελλάδα να στερεύει από μετρητά σε μερικές εβδομάδες.
Την ίδια ώρα αναμένεται να εξασθενήσει η αισιοδοξία των επενδυτών για το εναλλακτικό σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας και να μετριασθεί η επιμονή της για διαγραφή του χρέους, που οδήγησε το ελληνικό χρηματιστήριο 11,3% υψηλότερα την Τρίτη και έριξε το κόστος δανεισμού κατά περίπου μια ποσοστιαία μονάδα.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει διαμηνύσει ότι δεν χρειάζεται επιπρόσθετη χρηματοδότηση μέχρι τον Ιούνιο, όταν και λήγει ομόλογο 3,5 δισ. ευρώ. Αλλά πολλοί αξιωματούχοι της Ε.Ε. φοβούνται πως αν αφήσουν το πρόγραμμα να λήξει μπορεί να επανέλθει ο πανικός στις αγορές και να προκληθεί μαζική φυγή καταθέσεων.
Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναμένεται να πιέσει τον Αλέξη Τσίπρα, τον νέο Έλληνα πρωθυπουργό, να ζητήσει μια «τεχνητή» παράταση του τρέχοντος προγράμματος, όταν οι δύο άνδρες θα συναντηθούν στις Βρυξέλλες την Τετάρτη.
Ταυτόχρονα οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης αναμένεται να πραγματοποιήσουν έκτακτη συνάντηση στις Βρυξέλλες στις 11 Φεβρουαρίου για να συζητήσουν τα σχέδια του κ. Βαρουφάκη.
Μια άλλη πιθανή πηγή για την εξεύρεση βραχυπρόθεσμης ρευστότητας, την οποία υπέδειξε ο κ. Βαρουφάκης, είναι τα κέρδη 1,9 δισ. ευρώ που αποκόμισε η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από την κατοχή ελληνικών ομολόγων. Βάση συμφωνίας που είχε επιτευχθεί το 2012, αυτό το ποσό θα επιστρεφόταν στην Αθήνα.
Ωστόσο αξιωματούχοι σημείωσαν ότι οι υπουργοί της ευρωζώνης δεν φέρονται διατεθειμένοι να απελευθερώσουν τα συγκεκριμένα κεφάλαια χωρίς την επίτευξη μιας ευρύτερης συμφωνίας που θα περιλαμβάνει σκληρούς όρους.
«Αυτή θα είναι μια άρνηση- μία από τις πολλές- από τις χώρες μέλη. Όχι χωρίς όρους», ανέφερε αξιωματούχος που συμμετείχε στις συνομιλίες.
Επιπλέον, σύμφωνα με αξιωματούχους που γνωρίζουν τις προτάσεις Βαρουφάκη, υπαναχώρησε από το ελληνικό αίτημα ενός «κουρέματος» μεγάλης κλίμακας του δημόσιου χρέους, αλλά επιμένει ότι ο στόχος για το πλεόνασμα του προϋπολογισμού θα πρέπει να μειωθεί στο 1 με 2% αντί για 4% που ίσχυε.