Την αναγκαιότητα μιας ταχείας συμφωνίας της Ελλάδας με τους εταίρους της, η οποία να αφορά και την εξυπηρέτηση των τρεχουσών, αλλά και μακροπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεών της, επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, στη Βουλή.
Στην τελευταία τριμηνιαία Έκθεσή του για τους μήνες Οκτώβριο- Δεκέμβριο 2014, το κοινοβουλευτικό Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους προβαίνει και σε διαπιστώσεις που αφορούν τις προοπτικές μιας νέας διαπραγμάτευσης της Ελλάδας με τους εταίρους και δανειστές της, θεωρώντας την εφικτή και αναγκαία, αν και χωρίς αυταπάτες για το εύρος των αλλαγών που αυτή θα μπορούσε να επιφέρει.
Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνεται στην Έκθεση πως τα κρατικά έσοδα παρουσίασαν υστέρηση τους τελευταίους μήνες του 2014, λόγω εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων, αλλά και λόγω των συνεπειών τού προεκλογικού κλίματος που δημιουργήθηκε με αφορμή την προεδρική εκλογή. Αποτέλεσμα ήταν η διεύρυνση του δημοσιονομικού κενού, που μείωσε τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου, με συνέπεια η νέα κυβέρνηση να ξεκινά τη διαχείρισή τους από δυσμενέστερη δημοσιονομική αφετηρία από την προβλεπόμενη.
«Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώσει εντός των επόμενων δύο μηνών δάνεια (κυρίως προς το ΔΝΤ) ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ και να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους περίπου 7 δισ. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει μετά τον Ιούλιο 2015, όταν η Ελλάδα θα έχει ανάγκη για 8,8 δισ. ευρώ για να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΚΤ, δευτερευόντως έναντι του ΔΝΤ και τόκους. Φαίνεται αδύνατο να καλυφθούν οι σχετικές χρηματοδοτικές δαπάνες χωρίς μια συνολική συμφωνία με τους εταίρους» σημειώνεται στην Έκθεση.
Για ολόκληρο το 2015, «οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας ανέρχονται σε 22,5 δισ. ευρώ και αφορούν αποπληρωμές ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, δόσεις προς εξόφληση δανείων από το ΔΝΤ, καταβολή τόκων κ.ά.». Με την προϋπόθεση ότι ο Προϋπολογισμός του 2015 (ο οποίος καταστρώθηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά) εκτελείται κανονικά, «δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα πληρωμής των τόκων για τα δάνεια της χώρας». Ανοικτό όμως μένει το ζήτημα της αποπληρωμής των ίδιων των δανείων, καθώς η προσφυγή στις αγορές δεν είναι δυνατή. Στο πλαίσιο αυτό, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, θεωρεί πως μία διαπραγμάτευση και συμφωνία της Ελλάδας με τους εταίρους για την εξυπηρέτηση του χρέους, είναι δυνατή.
«Στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους εταίρους, η κάθε πλευρά αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες, διότι είναι οφειλέτρια, χρειάζεται περαιτέρω χρηματοδοτική (και τεχνική) στήριξη, έχει απολέσει πολύτιμο χρόνο και δεν έχει επαρκή διεθνή κάλυψη. Πιθανή έλλειψη συμφωνίας σε σχέση με τη διευθέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας θα ισοδυναμούσε με πιστωτικό γεγονός» σημειώνεται στην Έκθεση. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, «η διαπραγματευτική θέση των Ευρωπαίων εταίρων είναι επίσης δύσκολη, διότι παρόλο που φαίνεται ότι είναι εξοπλισμένοι με θεσμούς για να αποτρέψουν επέκταση της κρίσης (ΕΜΣ, νέα πολιτική ΕΚΤ κ.ά.), εν τούτοις οι -πολιτικές κυρίως- επιπτώσεις μιας αρνητικής εξέλιξης είναι ανυπολόγιστες» επισημαίνεται στην Έκθεση.
Σε περίπτωση που δεν επέλθει συμφωνία, η Ελλάδα θα απολέσει κατ’ αρχάς 7,2 δισ. ευρώ των δανείων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης, και η ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να συμμετάσχει μέσω των τραπεζών στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. «Για τη συμμετοχή σε αυτό έχουν τεθεί ως κύριες προϋποθέσεις η ύπαρξη προγράμματος προσαρμογής» υπενθυμίζει το Γραφείο. Το ποσό δε που μπορεί να αντληθεί από τον Μάρτιο του 2015 έως τον Σεπτέμβριο του 2016 από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» ανέρχεται σε περίπου 30 δισ. «και θα συνέβαλε στην επιδιωκόμενη ανάπτυξη αντί της λιτότητας». Επίσης, χωρίς πρόγραμμα προσαρμογής, η ελληνική κυβέρνηση «δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει το ποσό των 11,4 δισ. που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας» σημειώνεται, μεταξύ άλλων, στην Έκθεση.
Ωστόσο, «τυχόν ρήξη θα είχε άμεσο κόστος και στους εταίρους, κυρίως διότι έχουν εγγυηθεί το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας». Μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει λάβει 183 δισ. ευρώ ως χρηματοδοτική στήριξη από την ΕΕ -μόνο το γερμανικό μερίδιο είναι περίπου 50 δισ. και το ίδιο ισχύει και για τα άλλα κράτη-μέλη. «Συνολικά, η ελληνική θέση είναι μεν αδύναμη, αλλά και η ΕΕ δεν θα ωθήσει στα άκρα τις απαιτήσεις της, δεδομένου κιόλας ότι γενικά η κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής αμφισβητείται ήδη ιδεολογικά και πολιτικά. Επίσης, δε θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι ένα πιθανό GRexit θα καθιστούσε την ευρωζώνη απλή ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών και συνεπώς θα έπληττε τη συνοχή της και θα αύξανε τον πιστωτικό κίνδυνο για άλλες υπερχρεωμένες χώρες. Επιπλέον, θα ενίσχυε τις ευρωσκεπτικιστικές κεντρόφυγες τάσεις σε πολλές χώρες- μέλη» σημειώνεται στην Έκθεση.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, εκτιμά πως «για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους, οι εταίροι δε θα είναι ανυποχώρητοι στις θέσεις τους», πόσο δε μάλλον, όταν διαπιστώνεται «ήδη δρομολογούμενη αλλαγή πολιτικής στην ΕΕ». Το Μνημόνιο «επιδέχεται αλλαγές, κυρίως για μια διόρθωση κοινωνικών αδικιών, ενδυνάμωση του δικτύου προστασίας των φτωχών, και την αποδιάρθρωση του άτυπου και τυπικού θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους “έχοντες και κατέχοντες” και κάνει δυνατή μεγάλης έκτασης προσοδοθηρική συμπεριφορά (…) Η ενδυνάμωση της προστασίας των μη ευνοημένων είναι δυνατή» σημειώνεται.
Άλλες προτάσεις που έχουν ως στόχο την αρχιτεκτονική και την πολιτική της ΕΕ, «συμπίπτουν με ιδέες που κυκλοφορούν σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ήδη εφαρμόζονται (ποσοτική χαλάρωση με το πρόγραμμα Ντράγκι) ή προτείνονται από αυτά (πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς να συνυπολογισθούν οι δημόσιες επενδύσεις) και μπορεί με κάποια μορφή να συμφωνηθούν σε βάθος χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο, το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του χρέους είναι διαπραγματεύσιμα».
Δυσκολίες αναμένεται, ωστόσο, να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να ανατρέψει υιοθετημένα προαπαιτούμενα, όπως εκείνα που αφορούσαν τις παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, καθώς «η οικονομική φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης (όπως απορρέει από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης) αποκλίνει από αυτήν του μνημονίου». Και παρότι η ΕΕ «δεν θα είναι αρνητική σε έναν συμβιβασμό» για το ονομαστικό χρέος, δεν είναι σαφές σε τι ακριβώς θα συνίστατο αυτός ο συμβιβασμός.
Τέλος, σημειώνεται η προτροπή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, να μην προτάσσεται από τη νέα κυβέρνηση το «τέλος της λιτότητας», καθώς αυτό συνιστά «εσφαλμένο στόχο εφόσον δεν συνδέεται με αναπτυξιακή προοπτική». «Η έμφαση στο τέλος της λιτότητας υποβαθμίζει άλλες προτεραιότητες, που συνδέονται με το μέλλον της χώρας, καθώς απλά καλλιεργεί προσδοκίες για βραχυχρόνια εισοδηματικά και μόνον οφέλη, χωρίς αλλαγές σε θεσμούς, διαδικασίες, συμπεριφορές» σημειώνεται μεταξύ άλλων.