Αντιμέτωποι με κατηγορίες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος θα βρίσκονται όσοι δεν πληρώνουν ΕΝΦΙΑ και μια σειρά άλλων φόρων μετά τις τελευταίες αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο νομοθετικό πλαίσιο, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Με εγκύκλιο του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, κωδικοποιούνται οι αλλαγές, που καθιερώθηκαν με τον νέο νόμο 4816/2021, σχετικά με το μαύρο χρήμα και διευρύνθηκαν οι φορολογικές παραβάσεις, οι οποίες θεωρούνται εγκλήματα φοροδιαφυγής και προκαλούν διώξεις και για «ξέπλυμα». Μάλιστα, η εγκύκλιος ορίζει ότι για τους πλειστηριασμούς κατοικιών και την εκδίκαση φορολογικών διαφορών, αρμόδια είναι τα δικαστήρια που είναι κοντά στην έδρα του οφειλέτη ή του φορολογούμενου.
Αναλυτικότερα, στην εγκύκλιο της ΑΑΔΕ επισημαίνεται ότι ως βασικά αδικήματα «νοούνται και τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) με την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 (όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου) και της διασυνοριακής απάτης σχετικά με τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) του άρθρου 23 του ν. 4689/2020 (Α’ 103)».
Σύμφωνα με την εγκύκλιο έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:
- προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη,
- προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές
- προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο τον φόρο αυτόν».
Επιπλέον ορίζεται ότι: «Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό είναι, σε περίπτωση ανακοπής κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης, το δικαστήριο όπου εδρεύει η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση ανακοπής το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης. Ειδικώς, όταν πρόκειται για κατασχέσεις εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων, αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη».