Ένα σύστημα αυτόματης ανταλλαγής χρηματοοικονομικών πληροφοριών, μέτρο που θίγει το τραπεζικό απόρρητο και συνιστά αξιοσημείωτη πρόοδο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, θα εφαρμόσουν μέχρι το 2017-’18 περισσότερες από 80 χώρες, οι οποίες δεσμεύτηκαν προς αυτή τη κατεύθυνση σήμερα στο Βερολίνο.
Η συμφωνία επιτεύχθηκε στο πλαίσιο του Παγκόσμιου φόρουμ για τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών, που διεξήχθη χθες και σήμερα στη γερμανική πρωτεύουσα με τη συμμετοχή περίπου 100 αντιπροσωπειών.
Με βάση αυτή τη συμφωνία, 51 χώρες δεσμεύονται να ξεκινήσουν την ανταλλαγή πληροφοριών από τον Σεπτέμβριο του 2017, αφού αποφασίσουν ποια θα είναι η εθνική αρχή που θα έχει την αρμοδιότητα να συλλέγει και να μεταβιβάζει τις τραπεζικές πληροφορίες των αλλοδαπών στις άλλες χώρες. Ο στόχος είναι η κάθε φορολογική αρχή κάθε χώρας να γνωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτουν στο εξωτερικό οι φορολογούμενοι. Μεταξύ των χωρών αυτών είναι πολλά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και πριγκιπάτα που τηρούσαν απαρεγκλίτως το τραπεζικό απόρρητο, όπως το Λιχτενστάιν και φορολογικοί παράδεισοι όπως τα Νησιά Καϊμάν και οι βρετανικές Παρθένες Νήσοι.
Άλλες 30 χώρες δεσμεύτηκαν, με ξεχωριστή συμφωνία, ότι θα είναι έτοιμες μέχρι το 2018. Μεταξύ αυτών είναι η Αυστρία, η Ελβετία και άλλα σημαντικά χρηματοοικονομικά κέντρα όπως οι Μπαχάμες και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Γκαμπριέλ Ζουκμάν, στους φορολογικούς παραδείσους είναι κρυμμένα σχεδόν 5,8 τρισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε απώλειες 130 δισεκατομμυρίων ευρώ σε ετήσια βάση για τις φορολογικές αρχές.
Η συμφωνία που επισημοποιήθηκε σήμερα δημιουργεί «περισσότερη διαφάνεια και πιο δίκαιους κανόνες στον φορολογικό τομέα» δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και οικοδεσπότης του Φόρουμ, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Το τραπεζικό απόρρητο με τη μορφή που είχε έως τώρα έκανε τον κύκλο του», είχε τονίσει νωρίτερα ο υπουργός μιλώντας σε Γερμανούς δημοσιογράφους.
Ο Γάλλος ομόλογός του Μισέλ Σαπέν χαιρέτισε «μια πολύ σημαντική στιγμή» στον αγώνα κατά της φοροδιαφυγής. «Είναι αδιανόητο για τους φορολογούμενούς μας, οι οποίοι συνεισέφεραν (κατά την οικονομική κρίση) να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι ορισμένοι μπορούν να γλιτώνουν από τη φορολόγηση», πρόσθεσε.
Και οι δύο υπουργοί σημείωσαν ότι θα πρέπει πλέον να επικεντρωθούν οι προσπάθειες στην αντιμετώπιση της φοροαποφυγής των πολυεθνικών εταιρειών. Το θέμα αυτό θα απασχολήσει την επόμενη σύνοδο του Φόρουμ, στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας.
«Όσο περισσότερες χώρες δεσμεύονται (στη συμφωνία αυτή) τόσο δυσκολότερο θα γίνεται για τις υπόλοιπες να προσελκύουν επενδύσεις», σημείωσε ο Πασκάλ Σεντ-Αμάν, ο διευθυντής της υπηρεσίας καταπολέμησης των φορολογικών παραδείσων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Παραδέχτηκε ωστόσο ότι ορισμένα χρηματοοικονομικά κέντρα παραμένουν «πηγή ανησυχίας». Παραδείγματος χάριν, ο Παναμάς δεν έχει ακόμη διευκρινίσει πότε θα ενταχθεί στο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών ενώ η Σιγκαπούρη δεν μετέχει καθόλου στη διαδικασία αυτή.
Η συμφωνία που υπογράφηκε στο Βερολίνο είναι «ένα σημαντικό πρώτο βήμα» όμως «δεν σηματοδοτεί οριστικά το τέλος του τραπεζικού απορρήτου», εκτίμησε από την πλευρά του ο Άντρες Κνόμπελ του ανεξάρτητου διεθνούς δικτύου αναλυτών και ακτιβιστών Tax Justice Network. Η συμφωνία βασίζεται σε ένα διεθνές πρότυπο που πρότεινε ο ΟΟΣΑ, όμως η ομάδα του Κνόμπελ σε μια πρόσφατη έκθεσή της υποστήριζε ότι αυτό το διεθνές πρότυπο έχει πολλές «αδυναμίες». Προκειμένου να μεταβιβάσουν τις πληροφορίες τους το 2017 οι τράπεζες θα τις συλλέξουν το 2016, από τους λογαριασμούς που περιέχουν ποσά μεγαλύτερα των 250.000 δολαρίων. Η καθυστέρηση αυτή όμως θα επιτρέψει στους φοροφυγάδες να σπάσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε πολλούς μικρούς λογαριασμούς που δεν θα ξεπερνούν το όριο αυτό, τονίζει το TJN.
Παρά τη συμφωνία, οι χώρες θα έχουν επίσης τη δυνατότητα να επιλέγουν κατά περίπτωση με ποιον θα ανταλλάσσουν αυτόματα τις πληροφορίες που διαθέτουν. Η Ελβετία έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα παραδίδει πληροφορίες μόνο στις χώρες που «θεωρούνται σημαντικές για την ελβετική χρηματοοικονομική βιομηχανία». Με άλλα λόγια, οι πιθανές τραπεζικές καταθέσεις πλούσιων πολιτών από φτωχές χώρες μπορεί να μην δημοσιοποιηθούν.