Σημαντικά συμπεράσματα εξάγονται από την Κλαδική Μελέτη που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group και στην οποία διερευνάται η εξέλιξη της αγοράς αλεύρου και σιμιγδαλιού σίτου.

Στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας δραστηριοποιούνται αρκετές επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίου μεγέθους), οι οποίες παράγουν αλεύρι, σιμιγδάλι και τα υποπροϊόντα αυτών, από την άλεση σκληρού και μαλακού σίτου.

Σημαντικές ποσότητες παράγονται από τις μεγάλου μεγέθους αλευροβιομηχανίες, οι οποίες διαθέτουν σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο μεγαλύτερος όγκος των προϊόντων του κλάδου διατίθεται απευθείας στη βιοτεχνική αρτοποιία και σε βιομηχανίες ειδών διατροφής, σε συσκευασίες των 50, 25 και 10 κιλών ή χύδην. Οι υπόλοιπες ποσότητες τυποποιούνται σε μικρές συσκευασίες για οικιακή χρήση και προωθούνται μέσω λιανικής πώλησης.

Η συνολική ζήτηση των προϊόντων της αλευροβιομηχανίας (αλεύρι, σιμιγδάλι) είναι ουσιαστικά ανελαστική ως προς το εισόδημα και τις μεταβολές των τιμών, δεδομένου ότι αποτελούν την πρώτη ύλη για την παραγωγή βασικών ειδών διατροφής.

Η εγχώρια αγορά αλεύρου και σιμιγδαλιού σίτου θεωρείται κορεσμένη. Ο κλάδος της αλευροβιομηχανίας χαρακτηρίζεται από συνθήκες υπερπροσφοράς, εξ΄ αιτίας της συνεχούς διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990, με συνέπεια τη δημιουργία υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας.

Η παραγωγή του αλεύρου σίτου παρουσίασε, σε γενικές γραμμές, ανοδική τάση κατά τη διάρκεια της περιόδου 1992-2001 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,9%, ενώ στη συνέχεια παρουσίασε μικρές διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Την τελευταία διετία (2008-2009) η συνολική παραγωγή μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,8%, ύστερα από μια τετραετία ανοδικής πορείας.

Η εγχώρια κατανάλωση αλεύρου σίτου παρουσίασε, γενικά, ανοδική πορεία κατά τη διάρκεια των ετών 1992-2009, σημειώνοντας όμως χαμηλούς ετήσιους ρυθμούς μεταβολής. Από τη συνολική κατανάλωση αλεύρων σίτου μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 5% αντιστοιχεί σε τυποποιημένα άλευρα που προορίζονται για διάθεση απευθείας στο καταναλωτικό κοινό, μέσω των αλυσίδων super market και των λοιπών καταστημάτων λιανικής πώλησης τροφίμων.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή. Oι εισαγωγές και εξαγωγές είναι πολύ περιορισμένες, γεγονός που κυρίως οφείλεται στα ίδια τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, τα οποία καθιστούν μάλλον ασύμφορη τη μεταφορά του σε μεγάλες αποστάσεις. Συγκεκριμένα, η εισαγωγική διείσδυση ήταν αμελητέα ενώ και η εξαγωγική επίδοση του κλάδου μειώθηκε την τελευταία διετία, καλύπτοντας το 3% περίπου της παραγωγής το 2009.

Η κατανάλωση σιμιγδαλιού εμφάνισε αυξητικές τάσεις το χρονικό διάστημα 1992-2004, ενώ στη συνέχεια υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 2,9%. Από τη συνολική εγχώρια κατανάλωση σιμιγδαλιού σίτου, μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 3% τυποποιείται σε συσκευασίες λιανικής, ενώ ο κύριος όγκος διανέμεται χύμα ή σε μεγάλες συσκευασίες, κυρίως για την παραγωγή ζυμαρικών.

Σε οικονομικό επίπεδο, το 2008 εξαιτίας της μεγάλης αύξησης των τιμών των πρώτων υλών μέχρι τα μέσα του έτους, οι περισσότερες αλευροβιομηχανίες παρουσίασαν σημαντική αύξηση (της τάξης του 30%) στον συνολικό κύκλο εργασιών τους σε σχέση με το 2007, ενώ το 2009 σημειώθηκε σημαντική υποχώρηση (ως αποτέλεσμα της αντίστοιχης μείωσης των τιμών των σιτηρών).

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 31 επιχειρήσεων για τις οποίες η βασική τους δραστηριότητα είναι η παραγωγή αλεύρων και σιμιγδαλιού. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού τους σημείωσε αύξηση 3,5% το 2008 σε σχέση με το 2007, η οποία οφείλεται κυρίως στην αντίστοιχη αύξηση της αξίας των απαιτήσεων και των καθαρών παγίων. Οι συνολικές πωλήσεις των 31 εταιρειών παρουσίασαν σημαντική αύξηση (ποσοστού 27,3%). Το μικτό κέρδος επίσης αυξήθηκε (κατά 30,5%), με συνέπεια να βελτιωθεί και το λειτουργικό περιθώριο (κατά 79,4%). Τελικά, τα κέρδη προ φόρου αυξήθηκαν σημαντικά (κατά 57,4%) ενώ τα κέρδη EBITDA επίσης σημείωσαν σημαντική άνοδο (κατά 33,4%) το 2008 σε σχέση με το 2007.

Όσον αφορά τις προοπτικές εξέλιξης του κλάδου, δεν αναμένονται σημαντικές διαφοροποιήσεις (οριακές μόνο μεταβολές) τη διετία 2010-2011 στο συνολικό μέγεθος της εγχώριας κατανάλωσης αλεύρων και σιμιγδαλιού.