Οι Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι είναι έτοιμοι να αποκτήσουν ελληνικές εταιρείες του Δημοσίου, που ιδιωτικοποιούνται, εφόσον απαλλαγούν αυτές από τα βάρη τους σε χρέη, δήλωσε ο πρόεδρος του κρατικού σιδηροδρομικού μονοπωλίου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Γιακούνιν, σε συνέντευξή του στο ΙΤΑΡ-ΤΑΣΣ.
«Εκεί έχουν συγκεντρωθεί αρκετά μεγάλα χρέη, 800 εκατ. ευρώ. Η αρχική συμφωνία, όχι μαζί μας, αλλά εν γένει με τους εν δυνάμει επενδυτές, ήταν ότι αυτά τα χρέη θα τα αναλάβει η κυβέρνηση και με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα καλυφθούν. Υπ’ αυτούς τους όρους, ναι, μπορούμε να ενδιαφερθούμε», ανέφερε ο κ. Γιακούνιν στο ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Όπως σημειώνει το ΙΤΑΡ-ΤΑΣΣ, ο κ. Γιακούνιν δεν ανέφερε την τιμή των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, αλλά σημείωσε ότι «ανταποκρίνεται στην αντίληψη των Ρωσικών Σιδηροδρόμων για μια δίκαιη τιμή».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, σε περίπτωση απόκτησης των εταιρειών αυτών, το συμβόλαιο μπορεί να χρηματοδοτηθεί με δάνειο, αλλά «εκτός αυτού, σε περίπτωση ενδιαφέροντος του ρωσικού κράτους, είναι δυνατή η έγκριση πρόσθετων πόρων ώστε το πρόγραμμα αυτό να υλοποιηθεί».
Κατά το ρωσικό πρακτορείο και παλαιότερες δηλώσεις του κ. Γιακούνιν, οι Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι συμμετέχουν στον διαγωνισμό για την απόκτηση των εταιρειών ΤΡΑΙΝΟΣΕ και ROSCO, σε κοινοπραξία με την ελληνική ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και ενδιαφέρονται συνδυαστικά για την αγορά και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης «για να υπάρξει ηχηρό αποτέλεσμα από τις διαστάσεις της συμφωνίας και για τη δημιουργία δικτύου συνδυασμένων μεταφορών».
Σε δηλώσεις του προς ανταποκριτές ελληνικών ΜΜΕ, ο κ. Γιακούνιν συμπλήρωσε ότι «έχουμε εξετάσει το θέμα του εκσυγχρονισμού των ελληνικών σιδηροδρόμων, σε συνδυασμό με τη δημιουργία μιας νέας σιδηροδρομικής διόδου εμπορευμάτων μέσω γειτονικών χωρών προς την Ευρώπη. Ένα έργο που θα έφερνε νέα εισοδήματα και θα κάλυπτε το κόστος του. Ένα τέτοιο έργο θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς. Και αυτό για εμάς έχει ιδιαίτερη σημασία, να πάρουμε το δικαίωμα χρήσης όχι μόνο του σιδηροδρομικού δικτύου αλλά και υποδομών μέσω των οποίων θα μεταφέρονται τα εμπορεύματα. Αυτό θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε με τον καλύτερο τρόπο με εταίρους μας που γνωρίζουν καλά το λογισμικό του τέρμιναλ, αν και έχουμε δυνατότητες από μόνοι μας, ωστόσο θα το κάνουμε μέσω εταιρείας…».
Αναφερόμενος στη διεκδίκηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και από Κινέζους επενδυτές, αλλά και σε προοπτικές συνεργασίας με δυτικούς εταίρους, ο κ. Γιακούνιν σημείωσε: «Εμείς δεν ασχολούμαστε με τη λειτουργία του λιμανιού. Σχετικά με την υποδομή του λιμανιού, εκεί θα συνεργαστούμε με δυτικούς εταίρους μας που έχουν σχετική εμπειρία. Τα θέματα που θέτουν οι Κινέζοι, μας είναι γνωστά. Οι Κινέζοι επιτρέπουν στον εαυτό τους να προσεγγίζουν τέτοιες επενδύσεις σε μακρόχρονη βάση. Σκέφτονται, εντάξει, παίρνουμε τώρα το λιμάνι και μετά βλέπουμε πώς μεταφέρουμε τα εμπορεύματα με νταλίκες ή με βαγόνια, έτσι και αλλιώς όποιος και να πάρει τους σιδηροδρόμους θα αναγκαστεί να έλθει σε εμάς. Θα συρθεί… Αυτοί μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους μια τέτοια πολιτική και ίσως από πλευράς κρατικού συμφέροντος μπορεί και να δικαιολογείται».
Ειδική μνεία έκανε ο κ. Γιακούνιν στην έγκριση του έργου από την ΕΕ, χαρακτηρίζοντας «ρεαλιστική» την πολιτική που ασκεί η ελληνική κυβέρνηση: «Σχετικά με το ποια απόφαση θα λάβει η ΕΕ, διότι έτσι και αλλιώς οι Βρυξέλλες παίζουν ρόλο στη λήψη τέτοιων αποφάσεων, αυτό το θέμα μέχρι στιγμής για εμένα τουλάχιστον είναι κρυφό, σαν να καλύπτεται από ομίχλη με κάθε τρόπο. Δεν θα ήθελα πάνω σε αυτό το θέμα να παίζει σημαντικό ρόλο η πολιτική προσέγγιση. Πρόκειται για επιχειρηματικό επενδυτικό έργο και όλοι ξέρουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ δυσχερή οικονομική κατάσταση. Από όσο εγώ μπορώ να καταλάβω η κυβέρνηση ασκεί μια ρεαλιστική πολιτική και ελπίζω πάνω στον συγκριμένο διαγωνισμό να συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο».
Ερωτηθείς για τις εντυπώσεις του από την απόσυρση της Gazprom από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, ο Β. Γιακούνιν παρατήρησε: «Δεν είχα εστιάσει στο θέμα εκείνου του διαγωνισμού, συνομίλησα πολύ λίγο με τον Αλεξέι Μίλερ, με Έλληνες και Ρώσους πολιτικούς. Αναμφίβολα, η πολιτική έπαιξε ρόλο και ήταν πολύ αρνητική η επίδραση των Βρυξελλών πάνω στην εξέλιξη του διαγωνισμού. Αλλά δεν θα ήθελα να επεκταθώ, γιατί δεν γνωρίζω πολύ βαθιά το θέμα».
Ερωτηθείς επίσης για το ενδεχόμενο απολύσεων, σε περίπτωση που μια ρωσική διοίκηση αναλάβει τις υπό ιδιωτικοποίηση εταιρείες, ο κ. Γιακούνιν αστειεύτηκε λέγοντας ότι «δεν έχει νόημα να κουβεντιάζουμε αν είναι νόστιμο ή όχι το φαγητό όταν ακόμα δεν έχει σερβιριστεί» υποστηρίζοντας ότι «είναι ανεπίκαιρο να μιλήσουμε για τους εργαζόμενους, πόσοι, πώς εργάζονται ή απολύονται. Κάναμε έρευνα και διαπιστώσαμε ότι ο όμιλος είναι σε άθλια κατάσταση, να πω ό,τι δεν μπορείς να διατηρείς μια εταιρεία όπως έναν οίκο ευγηρίας, ούτε να την μετατρέπεις σε οίκο κοινωνικής πρόνοιας, αυτό είναι μια απόλυτα καθαρή και αντικειμενική προσέγγιση και νομίζω ότι οι Έλληνες φίλοι μας θα πρέπει να το κατανοήσουν».
«Είναι καλύτερα να δημιουργηθούν υψηλά ειδικευμένες ακριβοπληρωμένες θέσεις εργασίας, παρά να συνεχιστεί μια νοσηρή κατάσταση… Είναι όπως ένα διάστημα στην ΕΣΣΔ, όταν λέγαμε ότι το κράτος παριστάνει πως μας πληρώνει και εμείς παριστάνουμε πως δουλεύουμε… Όπως ξέρετε από αυτό τίποτα καλό δεν βγήκε. Το λέω καθαρά αντικειμενικά πως όποιος και να έρθει και να διεκδικήσει το διαγωνισμό, Ευρωπαίοι, Κινέζοι, Ρώσοι, ακόμη και η κοινή ελληνική γνώμη έχει πειστεί πως θα πρέπει να γίνουν ριζικές τομές στου ελληνικούς σιδηροδρόμους. Σε αυτή την επιχείρηση θα πρέπει να εργάζεται ένας τέτοιος αριθμός εργαζομένων που είναι απαραίτητος. Όλοι μας γνωρίζουμε πως από ένα ρούβλι που επενδύουμε στις υποδομές του έργου, έχουμε τρία ρούβλια απόδοση για την οικονομία της χώρας. Και στον τομέα των σιδηροδρόμων δημιουργούνται το λιγότερο τρεις νέες θέσεις εργασίας. Τι είναι λοιπόν καλύτερο να γίνει: Να διαιωνίζεται μια “νεκρή” επιχείρηση ή να αναμορφωθεί όλο το σύστημα το οποίο θα δώσει νέες υψηλής ειδίκευσης θέσεις εργασίας;», κατέληξε ο κ. Γιακούνιν.