Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ ζητά περισσότερες μεταρρυθμίσεις και μια χαλαρότερη νομισματική πολιτική για την υπέρβαση της κρίσης, ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι δεν συμμερίζονται τις απόψεις της, γράφει σήμερα η Deutsche Welle.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι θετικές ειδήσεις από το μέτωπο της «ευρωκρίσης» πληθαίνουν. Η Πορτογαλία είπε αντίο στα προγράμματα στήριξης, ενώ ακόμη και η Ελλάδα κατάφερε πριν μερικές εβδομάδες να διαθέσει κρατικά ομόλογα στις κεφαλαιαγορές. Στην Ισπανία η οικονομία αναπτύσσεται με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων πέντε ετών. Παρόλα αυτά, η Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε πρόσφατα ότι η «ευρωκρίση» δεν έχει παρέλθει, τονίζοντας ότι η αποστολή της δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ έδωσε έμφαση στην ανάγκη ενίσχυσης της ρευστότητας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου προκειμένου να διευκολυνθεί η ροή πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις. Η Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε για τους κινδύνους που συνεπάγεται ο αποπληθωρισμός, επισημαίνοντας ότι η νομισματική πολιτική οφείλει να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Η επικεφαλής του ΔΝΤ καλεί την ΕΚΤ να μειώσει περαιτέρω το βασικό επιτόκιο ή να ενισχύσει τη ρευστότητα μέσω της αγοράς ενεργητικού, κάτι που αναμένεται να αποφασισθεί στην επόμενη συνεδρίαση του διευθυντηρίου της ευρωτράπεζας. Η Λαγκάρντ επιμένει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των χωρών της ευρωζώνης και στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, κυρίως στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό.
«Ο χαμηλός πληθωρισμός ήταν επιδίωξή μας»
Τις ανησυχίες της Κριστίν Λαγκάρντ για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας συμμερίζεται εν μέρει και ο Μίχαελ Μπρόινινγκερ, διευθυντής έρευνας στο Ινστιτούτο Μελετών της Παγκόσμιας Οικονομίας, που εδρεύει στο Αμβούργο. «Οι εξελίξεις εξακολουθούν να εμπεριέχουν κινδύνους εξαιτίας του γεγονότος ότι η ανεργία υποχωρεί με βραδείς ρυθμούς και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναθεώρηση της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας στις χώρες της κρίσης», επισημαίνει ο κ. Μπρόινινγκερ, χωρίς ωστόσο να συμφωνεί με την διευθύντρια του ΔΝΤ όσον αφορά τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού. «Σε αντίθεση με την κυρία Λαγκάρντ, δεν πιστεύω ότι ο χαμηλος πληθωρισμός συνιστά πρόβλημα. Ο χαμηλός πληθωρισμός είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας προσαρμογής. Είναι το αποτέλεσμα της καθήλωσης των μισθών σε κάποιες χώρες της ευρωζώνης. Με τον τρόπο αυτόν αυξάνεται η ανταγωνιστικότητατων εν λόγω χωρών και αυτό είναι κάτι που επιδιώκουμε. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθήθηκε. Θέλαμε χαμηλό πληθωρισμό», τονίζει ο γερμανός οικονομολόγος.
Ενστάσεις για την οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία
Νέα αβεβαιότητα προκαλεί στην ευρωζώνη η ουκρανική κρίση. Ο κίνδυνος αναχαίτισης της ανάκαμψης εξαιτίας των εξελίξεων στην Ουκρανία είναι υπαρκτός, εκτιμά η Κριστίν Λαγκάρντ, υποστηρίζοντας ότι η χώρα θα πρέπει να ενισχυθεί οικονομικά, πέραν των 17 δισ. δολαρίων που ενέκρινε το ΔΝΤ προκειμένου να μην καταρρεύσει. Ο επικεφαλής αναλυτής της Bremer Landesbank Φόλκερ Χελμάιερ αντιμετωπίζει πιο επιφυλακτικά το θέμα. «Δεν με εκπλήσσει το αίτημα της Κριστίν Λαγκάρντ. Ωστόσο, γεγονός είναι ότι για την Ουκρανία δεν υπάρχει καμία εντολή, με δεδομένο ότι η χώρα δεν είναι ούτε μέλος του ΝΑΤΟ ούτε της ΕΕ. Η κατάσταση εκεί είναι πιο δραματική από ό,τι ήταν στην Ελλάδα κατά την κορύφωση της κρίσης. Υπό την έννοια αυτή, η λύση του ουκρανικού ζητήματος θα έχει υπερβολικά υψηλό κόστος και όπως προείπα, δεν διακρίνω κανέναν λόγο για αυτό ούτε στη Γερμανία αλλά ούτε και στην Ευρώπη», υπογραμμίζει ο γερμανός επιστήμονας.
Οι προτάσεις του ΔΝΤ προκαλούν συχνά συγκρούσεις με την ΕΚΤ αλλά και την ΕΕ γενικότερα. Χαρακτηριστικές είναι οι διαμάχες εντός της Τρόικας για την Ελλάδα. Το ΔΝΤ εμμένει στην άποψη ότι το ελληνικό χρέος είναι υπερβολικά υψηλό και ζητά την απομείωσή του. Αμφισβητεί όλο και συχνότερα την πολιτική λιτότητας που επεβλήθη στην Ελλάδα και χρεώνει στην καγκελάριο Μέρκελ την ευθύνη για αυτήν την εξέλιξη. Ωστόσο ο Μίχαελ Μπρόινινγκερ εκτιμά ότι οι διαμάχες αυτές δεν επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης. Και όπως υπογραμμίζει: «Οι αγορές γνωρίζουν ότι υπάρχουν πάντα διαφορετικές θέσεις για τα διάφορα προβλήματα. Και είναι καλό να γίνεται συζήτηση για τις διαφωνίες, ανοιχτά και με διαφάνεια».