«Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποτίμησε τις συνέπειες της εξυγίανσης των προϋπολογισμών στην οικονομική ανάπτυξη, για παράδειγμα στην περίπτωση της Ελλάδας», παραδέχεται για άλλη μία φορά η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία αναγνωρίζει μεν ότι η Ευρώπη ανακάμπτει, αλλά προειδοποιεί για τον κίνδυνο «παραπλανητικής ασφάλειας» λόγω της πτώσης των τιμών των ομολόγων.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ υποστηρίζει ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει και ζητεί συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και χαλαρότερη νομισματική πολιτική από την πλευρά της ΕΚΤ.
«Ορισμένες χώρες έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία τα προγράμματα βοήθειας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κρίση τελείωσε και ότι η αποστολή μας πέτυχε», τονίζει η κ. Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, την οποία αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. «Επιπλέον, τα συνεχώς χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού φέρνουν περαιτέρω κινδύνους. Γι’ αυτό η νομισματική πολιτική στην Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει ώθηση στην ανάπτυξη», σημειώνει.
Ερωτηθείσα εάν είναι ικανοποιημένη από τις προσπάθειες εξοικονόμησης των χωρών υπό κρίση, η επικεφαλής του ΔΝΤ υποστηρίζει πως όσον αφορά τη σταθεροποίηση των προϋπολογισμών, όλες οι χώρες στην Ευρώπη βρίσκονται σε καλό δρόμο. «Ακόμη και εάν δεν μπορεί ο καθένας να επιδείξει σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, όπως η Γερμανία, ο ρυθμός όμως είναι σωστός», αναφέρει η κ. Λαγκάρντ και προσθέτει ότι «προπάντων πρέπει να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των χωρών, με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κυρίως στις αγορές εργασίας».
Όσον αφορά στο αν τελικά το σωστό φάρμακο για τις υπερχρεωμένες χώρες είναι τα αυστηρά προγράμματα λιτότητας ή τα πακέτα ανάπτυξης και εάν το ΔΝΤ έχει βρει μια καθαρή γραμμή, η επικεφαλής του ΔΝΤ λέει: «Ναι, υπάρχει καθαρή γραμμή. Είναι σωστό ότι το ΔΝΤ υποτίμησε τις συνέπειες της εξυγίανσης των προϋπολογισμών στην οικονομική ανάπτυξη, π.χ. στην Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεχτήκαμε και κριτική. Ο λόγος ήταν κυρίως ότι η κατάσταση στην Ευρώπη ήταν σημαντικά δυσκολότερη από το αναμενόμενο. Έτσι στην περίπτωση της Ελλάδας, η βαθιά και διαρκής πολιτική κρίση προκάλεσε επιπλέον ανασφάλεια στους επενδυτές».
Εκφράζει, πάντως, τη βεβαιότητά της ότι η δημοσιονομική εξυγίανση και βήματα φιλικά προς την ανάπτυξη δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. «Αυτό δεν είναι μια εύκολη θέση, αλλά οι υπερχρεωμένες χώρες δεν μπορούν να αποφύγουν μια σημαντική μείωση του χρέους τους, εάν θέλουν να χτίσουν πάλι εμπιστοσύνη στις αγορές. Πρέπει εν τέλει να δει κάθε χώρα προσεκτικά και να σκεφτεί καλά με ποιο ρυθμό θα μειωθεί το χρέος. Γι’ αυτό δεν υπάρχει το ένα φάρμακο για χώρες σε κρίση.»
Σε ό,τι αφορά τη «σωστή δόση», η κ. Λαγκάρντ υποστηρίζει ότι «πολύ αποφασιστικό είναι πόσο μεγάλη είναι η πίεση των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα». Όπως εξηγεί, «μια χώρα που δεν μπορεί να πάρει σχεδόν καθόλου χρήματα από τις αγορές, δεν έχει την πολυτέλεια να προωθήσει την δημοσιονομική εξυγίανση με μικρά βήματα. Αυτή ήταν η περίπτωση ειδικά στην Ελλάδα. Και η Πορτογαλία έπρεπε να κάνει γενναίες μεταρρυθμίσεις, διότι είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, δεν ήταν τόσο εκτενείς όπως στην Ελλάδα, διότι η κατάσταση στην Πορτογαλία δεν ήταν τόσο κακή. Το πρόγραμμα προσαρμογής στην Ισπανία δεν ήταν τόσο σκληρό, διότι η πίεση των αγορών ήταν χαμηλότερη».